ΚΩΣΤΑΣ Α. ΛΑΒΔΑΣ

Η νέα Γερμανία, η AfD και ο «αμυντικός εθνικισμός»

Ακούστε το άρθρο 8'
08:00
Ακούστε το άρθρο 8'
Γερμανική Βουλή / Φωτογραφία Αρχείου /Pixabay
Το μετεκλογικό τοπίο στη Γερμανία, που όπως όλα δείχνουν επανέρχεται σε «μεγάλο συνασπισμό» υπό τα ηνία του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς, και το μέγεθος της απειλής της AfD αποτυπώνει ο Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κώστας Λάβδας σε συνέντευξή του στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη στη σκιά μίας εκλογικής αναμέτρησης-ορόσημο για την Ευρώπη.

Πώς το μεταναστευτικό και οι οικονομικές πολιτικές ετών οδήγησαν μία Άκρα Δεξιά ποικίλων μηνυμάτων και ποικίλων συνιστωσών σε ιστορικά υψηλά στη μεταπολεμική Γερμανία και σε έναν «αμυντικό εθνικισμό» όπως ο κ. Λάβδας τον χαρακτηρίζει· τι είναι και τι δεν είναι η AfD και γιατί ο χάρτης στα πρώην ανατολικά κρατίδια βάφτηκε στο «μπλε» ενός κόμματος που θα «κυνηγήσει» την περαιτέρω κανονικοποίηση.

Ο Κώστας Λάβδας μιλά για την πολιτική πραγματικότητα που ανέδειξαν συνολικά οι γερμανικές εκλογές, τις αγκυλώσεις και τα εμπόδια που πρέπει να υπερκεράσουν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες για να καταλήξουν σε συμφωνία για τη συγκρότηση κυβέρνησης -διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει από εβδομάδες έως μήνες-, και παράλληλα κάνει μία αρχική εισαγωγή στο προφίλ του Φρίντριχ Μερτς -προσωπικότητα που, όπως αναφέρει, δεν έχουμε καταφέρει να «μετρήσουμε« καλά ακόμη.

Οι γερμανικές κάλπες στήθηκαν σε στιγμές επικίνδυνης γεωστρατηγικής αστάθειας και το ζήτημα κατά τον κ. Λάβδα αυτή τη στιγμή δεν είναι το εάν θα υπάρξει ένα νεοναζιστικό δυνητικά κυβερνών κόμμα στη Γερμανία, καθώς ούτε το είδος του εθνικισμού, ούτε οι συνθήκες της δεκαετίες του '30 υφίστανται και βεβαίως είναι διαφορετικός ο πλανήτης όπως επισημαίνει, αλλά το πώς θα προχωρήσει η γεωπολιτική μετάβαση της Ευρώπης και ο ρόλος που θα διαδραματίσει σε αυτή η νέα γερμανική κυβέρνηση.

Στον «αέρα» του Liberal θα βρίσκεται αύριο, 26 Φεβρουαρίου, το δεύτερο σκέλος της συνέντευξης του κ. Λάβδα που αφορά ακριβώς στις παραμέτρους και τους κινδύνους της γεωπολιτικής αυτής μετάβασης, την αναπροσαρμογή της διατλαντικής σχέσης επί προεδρίας Τραμπ, τις κινήσεις στον άξονα Βερολίνο-Παρίσι-Λονδίνο, τις προσπάθειες του προέδρου Μακρόν και τη σημασία του τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία ως απαραίτητο βήμα για να προχωρήσει η προσαρμογή της Ευρώπης στο μετα-αμερικανικό μοντέλο, αλλά και τις επιδιώξεις της Τουρκίας.

Ακολουθεί το κείμενο της πρώτης συνέντευξης:

Κύριε Λάβδα, με την Άκρα Δεξιά αξιωματική αντιπολίτευση στη Γερμανία και εν πολλοίς κανονικοποιημένη, ποιο είναι το διακύβευμα της επόμενης ημέρας για τη γερμανική πολιτική;

Κατ' αρχήν θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δεν είναι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του μεσοπολέμου. Πρόκειται για εντελώς διαφορετικά μορφώματα σε εντελώς διαφορετική εποχή και με εντελώς διαφορετική πολιτική οικονομία, η οποία βρίσκεται στη βάση πολλών εκ των εξελίξεων. 

Θα πρέπει να θυμόμαστε επίσης ότι η AfD έχει σημαντική εσωτερική ποικιλομορφία. Με άλλα λόγια, από κρατίδιο σε κρατίδιο οι διαφορές είναι σημαντικές. Υπάρχουν, δυστυχώς, αρκετές ομοιότητες στο εσωτερικό της AfD στα πρώην ανατολικά κρατίδια, όπου είναι και πιο ισχυρό το κόμμα. Η ακόμα μεγαλύτερη επέκταση της ισχύος του μεταξύ του 2021 και του 2025 καταγράφηκε άλλωστε κυρίως στα ανατολικά κρατίδια. Όμως, αν δούμε τα δυτικά κρατίδια, εκεί το πολιτικό προφίλ των μελών και των πολιτευτών, καθώς και οι ιδέες που εκφράζονται, είναι αρκετά διαφορετικές. Συνεπώς, υπάρχει εσωτερική διαφοροποίηση και αυτό εκτιμώ καθιστά το κόμμα και κάπως διαφορετικό και κάπως λιγότερο επικίνδυνο απ’ ότι ορισμένες αναλυτές το θεωρούν.

Δεύτερον, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν σημαντική για τη γερμανική Δημοκρατία διότι είχαμε μία μεγάλη αύξηση της προσέλευσης των ψηφοφόρων που άγγιξε σχεδόν το 84% και ανάλογα ποσοστά συμμετοχής είχαμε να δούμε εδώ και δεκαετίες, συγκεκριμένα από την εποχή λίγο μετά την ενοποίηση. Κατά συνέπεια, αυτό το γεγονός από μόνο του είναι πολύ σημαντικό γιατί ναι μεν ένα μέρος της ενισχυμένης προσέλευσης το καρπώθηκε η AfD αλλά επίσης αυτή η αύξηση της συμμετοχής, ειδικά σε νεότερους ανθρώπους, κατευθύνθηκε σίγουρα στην Αριστερά, ενδεχομένως και στην Σάρα Βάγκενκνεχτ, σίγουρα πήγε και στους Πράσινους, που είχαν καλύτερη επίδοση απ’ ότι ανέμεναν και μπόρεσαν σε ένα βαθμό να ανακάμψουν.

Το τρίτο σημείο είναι ότι αυτή τη στιγμή βλέπουμε ότι κατά πάσα πιθανότητα είτε μέσα σε λίγες εβδομάδες είτε μέσα σε λίγους μήνες, κάτι που δεν θα είναι πρωτοφανές για τα γερμανικά δεδομένα, οι διαπραγματεύσεις κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσουν σε μία σταθερή συγκυβέρνηση από τη Χριστιανοδημοκρατία και τη Σοσιαλδημοκρατία. Από αριθμητικής άποψης η Ένωση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοικοινωνιστών (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες έδρες για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού (από κοινού αποσπούν 328 έδρες, άνω των 316 που χρειάζονται για το σχηματισμό κυβέρνησης).

Η δυσκολία στις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις έγκειται στο γεγονός ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει συνειδητά να αποδεχθούν ότι θα ζημιώσουν περαιτέρω τη δημοφιλία τους απ’ ότι εάν έμεναν εκτός, αλλά από την άλλη πλευρά όλα δείχνουν πως οι Σοσιαλδημοκράτες, πιθανότατα χωρίς τον Όλαφ Σολτς πλέον, θα αποφασίσουν αυτό το οποίο είναι υπεύθυνο. Και υπεύθυνο είναι να υπάρξει μία σταθερή κυβέρνηση. Από την άποψη της ΕΕ, του ευρωπαϊκού συντονισμού και της ενοποιητικής δυναμικής, είναι αυτή τη στιγμή θετικό το γεγονός ότι το εμμονικά νεοφιλελεύθερο και σε τελική ανάλυση εκτός τόπου και χρόνου ευρισκόμενο FDP έμεινε εκτός Κοινοβουλίου. 

Η AfD θα μείνει εκτός, κάτι το οποίο είναι και καλά και κακά νέα. Είναι καλά νέα διότι καλώς ή κακώς η απόφαση να εξαιρεθεί από κάθε σχηματισμό κυβέρνησης μέχρι τώρα κρατούσε το κόμμα χαμηλά, ως σχηματισμό που ψηφιζόταν χωρίς πραγματική προσδοκία συμμετοχής σε διακυβέρνηση. Είναι όμως και κακά νέα διότι θα μπορεί να λέει η Άλις Βάιντελ ότι «παρότι είμαστε δεύτερο κόμμα, μας άφησαν εκτός και άρα οτιδήποτε αρνητικό θεωρούμε ότι συμβαίνει θα μπορούμε απολύτως να επαναλαμβάνουμε και αυστηρή κριτική και κάλεσμα για περαιτέρω ενίσχυση για σχηματισμό στο μέλλον δικής μας κυβέρνησης». 

Αυτή όμως η κυβερνητική προοπτική θέτει και όρια στον ακροδεξιό λόγο του κόμματος. Όλα δείχνουν ότι η AfD θα προσπαθήσει να συνεχίσει αυτό το δρόμο της σχετικής ομαλοποίησης, αν μπορούμε να το θέσουμε έτσι, κάτι που άλλωστε το χρησιμοποιεί και για όρους ισορροπίας στο εσωτερικό του κόμματος, όπως προανέφερα, διότι υφίστανται διαφορετικές απόψεις -από φιλοναζιστικές μέχρι απλώς δεξιά από την κεντροδεξιά, θα λέγαμε, σε ορισμένα δυτικά κρατίδια. Άρα, η AfD προφανώς θα επωφεληθεί σε ένα βαθμό από το γεγονός ότι θα είναι δεύτερο κόμμα και εκτός της κυβερνητικής συμμαχίας, αλλά δεν θεωρώ ότι θα γυρίσει σε έναν εξτρεμιστικό λόγο.

Όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει κατά πάσα πιθανότητα μία σταθερή κυβέρνηση CDU/CSU με το SPD. Άλλη δυνατότητα δεν υπάρχει. Ένα σχήμα CDU/CSU και Πρασίνων δεν συγκεντρώνει τις απαιτούμενες έδρες. Η άλλη δυνατότητα θα ήταν η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες. Όμως η γερμανική πολιτική κουλτούρα από τη δεκαετία του '50 προσπαθεί να αποφύγει τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις λόγω του πολύ κακού προηγούμενου στη μεσοπολεμική Γερμανία και την εμπειρία κατάρρευσης του συστήματος της Βαϊμάρης. Κατά συνέπεια δεν είναι μεν αδύνατο, αλλά είναι απίθανο να οδηγηθεί η Γερμανία σε νέες εκλογές.

Θα προσπαθήσουν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες να βρουν ένα κοινό τόπο σε μία σειρά από ζητήματα και αυτό θα πρέπει να αποτυπωθεί και σε ένα έντυπο, που συχνά μπορεί να είναι και τόμος ολόκληρος όπως συνέβη και το 2021, και για τη διαδικασία αυτή θα απαιτηθούν από εβδομάδες έως ενδεχομένως και μήνες. Ο Φρίντριχ Μερτς έχει δεσμευτεί ότι θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για το σχηματισμό κυβέρνησης πριν το Πάσχα λόγω των έκτακτων εξελίξεων παγκοσμίως και βεβαίως και τον αναγκών της Γερμανίας. Μένει να αποδειχτεί κατά πόσο αυτό θα είναι εφικτό.

Πώς φθάσαμε σε αυτά τα ιστορικά υψηλά της Άκρας Δεξιάς στη μεταπολεμική Γερμανία και τον χάρτη των ανατολικών κρατιδίων βαμμένο στο «μπλε» της AfD; Πάνω σε ποια βάση και με ποιες πολιτικές μπορεί να ανασχεθεί ο κίνδυνος να δούμε έως και το αδιανόητο στις εκλογές του 2029;

Υπήρξε πριν από αυτές τις εκλογές μία πληθώρα ερεθισμάτων που απασχόλησαν ταυτόχρονα τον μέσο Γερμανό ψηφοφόρο. Η ατζέντα του μεταναστευτικού που καθίσταται όλο και πιο σημαντική, οι εξωτερικές προκλήσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η άνοδος του οικοσκεπτικισμού, δηλαδή των επιφυλάξεων για την ενεργειακή μετάβαση και για τον επιμερισμό του κόστους της ενεργειακής μετάβασης. Μία πληθώρα ερεθισμάτων από πολλαπλά πεδία και ζητήματα που περιέπλεξαν την επιλογή και αποπροσανατόλισαν κάποιους από τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Νομίζω ότι αυτό εκμεταλλεύτηκε η AfD και αυτό την ωφέλησε.

Όσον αφορά το πεδίο της οικονομίας είναι σαφές ότι από ένα σημείο και μετά, και πρέπει να πάμε αρκετά πίσω για να το δούμε αυτό, η Γερμανία από την περίοδο Σρεντερ, αποφάσισε ότι πρέπει να ακολουθήσει οικονομικές πολιτικές, οι οποίες οδήγησαν μεταξύ άλλων και στη σχετική φτωχοποίηση ενός μέρους του γερμανικού πληθυσμού και αυτό «ακουμπά» και τα δυτικά κρατίδια. Ο κίνδυνος της «κοινωνίας των δυο τρίτων», που ανέλυε προ δεκαετιών ο Πέτερ Γκλοτζ, στην οποία το ένα τρίτο ωθείται σε διαδικασίες σχετικής φτωχοποίησης και σταθερά μειωμένης συμμετοχής στις εξελίξεις, εμφανίζεται να έχει πλησιάσει περισσότερο. Με άλλα λόγια, η Γερμανία αναπτύσσεται αλλά δεν αναπτύσσεται με τον σχετικά ισορροπημένο τρόπο όπως στο παρελθόν και παρ' όλα αυτά έχει προβλήματα που τελικώς πολλοί τα συνοψίζουν υπό το πρίσμα της ανταγωνιστικότητας. 

Όμως τα προβλήματα είναι πολύ πιο σύνθετα και, θα έλεγα, συνοπτικά οφείλονται σε τριών ειδών κατηγορίες. Πρώτον η Γερμανία δεν διαθέτει τη φθηνή ενέργεια που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία. Δεύτερον η Γερμανία σε αντίθεση με τη Γαλλία αποφάσισε υπό την πίεση των «πράσινων» και οικολογικών αντιλήψεων να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς. Και τρίτον είναι επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μία σειρά από κλάδους που χάρισαν στη Γερμανία την οικονομική ευρωστία που απολάμβανε επί πολλές δεκαετίες βρίσκονται ανοιχτά κάτω από πολύ μεγάλη κινεζική πίεση. 

Πριν από μερικά χρόνια θα θεωρούσε κανείς ανέκδοτο να πει ότι θα μπορούσε η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία για παράδειγμα, και σε μεγάλο βαθμό αυτό ισχύει και για τη γαλλική, να απειληθεί από την κινεζική. Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες για την κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία. Τώρα, πλέον, βλέπουμε ότι αν δεν υπάρξουν πρόσθετοι δασμοί, αν δεν υπάρξουν κάποια «φρένα» τα οποία σε ένα βαθμό θα θυμίζουν την προσέγγιση Τραμπ, θα είναι πάρα πολύ δύσκολη η συνέχεια λόγω και αυτής της πάρα πολύ μεγάλης πίεσης για την ενεργειακή μετάβαση και στα μεταφορικά μέσα. Η Κίνα έχει «πλημμυρίσει» πλέον τις αγορές με ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα σε σχετικά προσιτές τιμές. Αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο και νομίζω ότι θα πιεστεί η Γερμανία να συναινέσει, -όπως και η Γαλλία, με άλλη παραγωγή, αλλά συγκρίσιμες χώρες-, σε κάποια μέτρα που θα συμπεριλαμβάνουν και περαιτέρω δασμολογική και φορολογική προστασία.

Είναι πολλοί οι λόγοι και επίσης ας μην ξεχνάμε ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό όσο αυξανόταν η πετυχημένη σε γενικές γραμμές ενσωμάτωση των ανατολικών κρατιδίων στην ομοσπονδιακή Γερμανία, τόσο άλλαζε η πολιτική κουλτούρα συνολικά της χώρας, η οποία επί δεκαετίες είχε συνταχθεί πίσω από μία συγκεκριμένη αντίληψη συναινέσεων, μία συγκεκριμένη αντίληψη κοινών στόχων και μία συγκεκριμένη αντίληψη ενός μετεξελισσόμενου κοινωνικού κορπορατισμού. 

Όλα αυτά σταδιακά αποδιαρθρώθηκαν, εν μέρει λόγω της παγκοσμιοποίησης βεβαίως, εν μέρει όμως και λόγω της γιγαντιαίας προσπάθειας να ενσωματωθούν τα ανατολικά κρατίδια με τα προβλήματά τους, την ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα τους και τα κενά, ας το θέσουμε έτσι, που έχουν δημιουργηθεί στην Ιστορία τους, αφού πέρασαν κατευθείαν από τον ολοκληρωτικό ναζισμό στον αυταρχικό κομμουνισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR).

Προς ποια κατεύθυνση θεωρείτε ότι θα επιδιώξει ο Φρίντριχ Μερτς να κατευθύνει την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά το μεταναστευτικό ή την οικονομική διαχείριση;

Εκτιμώ ότι θα παρακολουθήσουμε όλοι με μεγάλο ενδιαφέρον τον τρόπο που θα προχωρήσουν οι συζητήσεις μεταξύ της Χριστιανοδημοκρατίας και της Σοσιαλδημοκρατίας γιατί στα εσωτερικά ζητήματα υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Όλα δείχνουν πως θα προσπαθήσουν να τις καλύψουν μέσα σε μερικές εβδομάδες ή πιθανώς μήνες και να φθάσουν σε μία συμφωνία. Αλλά οι διαφορές είναι υπαρκτές -από το στεγαστικό μέχρι τα μέτρα αντιμετώπισης της φτώχειας, την κοινωνική πολιτική μέχρι και το ζήτημα της μετανάστευσης. 

Το SPD, καλώς ή κακώς, δεν μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα με τις νέες απόψεις της Χριστιανοδημοκρατίας γιατί ήδη η απόσταση από την Άνγκελα Μέρκελ στον Φρίντριχ Μερτς είναι τεράστια. Άρα, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα είναι εύκολο για το SPD να καλύψει αυτό το δρόμο. Θα είναι μία δύσκολη διαδικασία και όταν αυτή ολοκληρωθεί και δούμε το πολυσέλιδο κείμενο αυτής της συμφωνίας για τη διακυβέρνηση, εκεί θα μπορούμε να πούμε και περισσότερα.

Προς το παρόν δύο παρατηρήσεις, σε συνέχεια των όσων προανέφερα: Πρώτον, είναι εξίσου σημαντικό να σκεφτούμε ότι σε όλη αυτή την προεκλογική διαδρομή οι αναφορές στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν σχετικά προσεκτικές γιατί κανείς δεν ήθελε να παίξει το χαρτί του μεγαλο-ευρωπαϊστή για να μην χαρίσει στην AfD ψήφους και από την άλλη πλευρά υπήρχε η πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση της Σάρα Βάγκενκνεχτ -η οποία παρολίγον να εισέλθει στη Βουλή φθάνοντας πολύ πιο κοντά στο «κατώφλι» του 5% συγκριτικά με το εμμονικά νεοφιλελεύθερο FDP που επίσης έμεινε εκτός.

Η Βάγκενκνεχτ ήταν και αυτή αποστασιοποιημένη από την Ευρώπη αλλά με τελείως διαφορετική ατζέντα. Κατά συνέπεια, το τι ειπώθηκε για την Ευρώπη ήταν σε επίπεδο μόνο «τίτλων» γιατί κανείς δεν ήθελε να μπει πιο βαθιά και άρα να είναι ανοιχτός στις κατηγορίες της AfD. Εξ ου και έχουμε ένα τοπίο αρκετά αχαρτογράφητο αυτή τη στιγμή, με την εξαίρεση του SPD καθώς όποιος διαδεχθεί τον Όλαφ Σολτς, είτε είναι ο Μπόρις Πιστόριους είτε όποιος άλλος, λίγο-πολύ θα γνωρίζουμε τις απόψεις τους.

Ο Φρίντριχ Μερτς είναι μία προσωπικότητα την οποία δεν έχουμε μπορέσει να «μετρήσουμε» καλά ακόμα και λόγω του επαγγελματικού του παρελθόντος που είναι επιχειρηματικό, όχι στον τομέα της βιομηχανίας αλλά σε fund, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι αυτή η διαρκής διάσταση με την Μέρκελ σε πολλούς άφησε την εντύπωση ότι δεν είχε προσωπικές απόψεις, απλώς διαφωνούσε. 

Κατ' επέκταση, το πού θα φθάσει σε σχέση με τη μετανάστευση θα συναρτηθεί από την ευρωπαϊκή του πολιτική, το πώς θα εξελιχθεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή η συζήτηση και εκεί βεβαίως η Γαλλία, και σε μικρότερο βαθμό χώρες όπως η Ιταλία, θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο. Όλα αυτά τα οποία συζητάμε όμως προϋποθέτουν ότι ξεφεύγουμε από αυτό το αδιέξοδο στο οποίο βρεθήκαμε στο τέλος του 2024, και παραμένουμε ακόμη, και αναφέρομαι στο ρωσο-ουκρανικό.

Το γεγονός ότι καθ’ οδόν προς περαιτέρω ομαλοποίηση, όπως αναφέρατε, η Άλις Βάιντελ μπορεί να εμφανιστεί στην κεντρική σκηνή με ένα πιο μετριοπαθές ή συγκεκαλυμμένο μήνυμα, ενώ ταυτόχρονα δεν θα έχουν εξαφανιστεί οι φιλοναζιστικές συνιστώσες που εκφράζονται από πρόσωπα όπως ο Μπιορν Χέκε στα ανατολικά, μειώνει την επικινδυνότητα της AfD;

Εδώ πάμε σε πιο βαθιά νερά. Αφενός υπάρχουν όντως φωνές που θυμίζουν τις πιο φρικτές περιόδους του παρελθόντος, αφετέρου όμως κάποιοι από εμάς δεν έχουμε πειστεί ότι το υπόβαθρο τις ευνοεί. Οι γερμανικές επιχειρηματικές και πολιτικές ομάδες δεν θέλουν, όπως σε ένα βαθμό ήθελαν τη δεκαετία του '30, μία αυταρχική εκπροσώπηση και ένα πέρασμα από ένα Κράτους Δικαίου, που βασίζεται σε κάποιον πλουραλισμό, σε ένα κράτος αυταρχικό ή ακόμη και ολοκληρωτικό. Κατά τη γνώμη μου δεν φαίνεται κάτι τέτοιο σε επίπεδο γερμανικού κεφαλαίου και γερμανικών ηγετικών ομάδων γενικότερα. Επίσης, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τις απορρίπτει. Εναπόκειται στην κυβέρνηση που θα σχηματιστεί να προσπαθήσει να μειώσει ακόμη περισσότερο την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, να ενισχύσει τρις λιγότερο ευνοημένες ομάδες των πολιτών, να αντιμετωπίσει τη στεγαστική κρίση στα μεγάλα αστικά κέντρα, κλπ. 

Όπως προανέφερα, υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες που προκύπτουν από μια σειρά από ταυτόχρονα ερεθίσματα που επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά. Ενδεικτικά, να θυμίσω ότι μετά τη Συριακή κρίση του 2015, και λόγω και των πολιτικών της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανία ήρθε αντιμέτωπη με την πρόκληση μεγάλων μεταναστευτικών ροών που δεν είχαν να κάνουν με την παλιά εμπειρία των μεταναστεύσεων, οι οποίες ήταν ευπρόσδεκτες διότι στην αντίληψη των δεκαετιών '50, '60 και '70 μπορούσαν να αξιοποιηθούν με έναν ελεγχόμενο τρόπο και σε ένα βαθμό και να ενσωματωθούν -όχι πολιτικά γιατί η απόδοση ιθαγένειας ήταν πάντα δύσκολη στη Γερμανία σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κοινωνικά. Αυτό όμως που γνώρισαν αργότερα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Και αυτό όντως εξέθρεψε, μέσα και από πράξεις τρομοκρατίας που σημειώνονταν μέχρι και την περασμένη εβδομάδα, ένας είδος αμυντικού εθνικισμού. 

Αυτός ο αμυντικός εθνικισμός, και επιμένω στο αμυντικός, είναι διαφορετικός από τον εθνικισμό της εκδίκησης, της αναγνώρισης και της κοινωνικής εκτόνωσης, ο οποίος χαρακτήριζε τη μεσοπολεμική Γερμανία και πάνω στον οποίο χτίστηκε η συμμαχία του Χίτλερ με συγκεκριμένα συμφέροντα και ομάδες του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας εσωστρεφούς οικονομικής ανάπτυξης. Εδώ ούτε τέτοια συμμαχία μπορώ να φανταστώ, ούτε πρόκειται για το ίδιο είδος κουλτούρας και εθνικισμού. Είναι διαφορετική η κατεξοχήν εξωστρεφής, σήμερα, γερμανική πολιτική οικονομία και βεβαίως είναι διαφορετικός ο πλανήτης. 

Εάν υπάρχει ένας κίνδυνος, αυτός είναι γεωπολιτικός, και κατ’ εμέ είναι η πιθανότητα να αποτύχει η πορεία και η διαδικασία προσαρμογής στο μετα-αμερικανικό μοντέλο. Ο κίνδυνος για την Ευρώπη δεν είναι αυτή τη στιγμή ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο κίνδυνος έγκειται στη μετάβαση προς αυτό που ο Φρίντριχ Μερτς ονομάζει «ανεξαρτησία», λέξη μάλλον εντυπωσιακή εκ μέρους του, και στο αν αυτή η μετάβαση γίνει με ένα τρόπο ο οποίος θα εξασφαλίσει μία ισόρροπη φωνή για όλους στην Ευρώπη -για παράδειγμα για την Αθήνα ή για τη Λευκωσία, τη Μάλτα ή τη Λισαβόνα- ή εάν θα οδηγηθούμε σε μία σειρά από σφαίρες επιρροής και αν αυτές οι σφαίρες επιρροής αναπτυχθούν με τον παραδοσιακό τρόπο, όπως τον 19ο αιώνα, τότε ποια θα είναι τα σημεία αναφοράς τους.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αυτή τη στιγμή το αν θα υπάρξει ένα νεοναζιστικό κυβερνών κόμμα στη Γερμανία. Το θεωρώ πραγματικά απίθανο. Ούτε οι επιχειρηματικές συμφωνίες ή συμμαχίες της δεκαετίας του '30 υφίστανται, ούτε το είδος του εθνικισμού, ούτε το είδος του καπιταλισμού, ούτε σε τελική ανάλυση εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του γερμανικού πληθυσμού όπως όντως υπήρξε τότε. Αυτό που έχουμε είναι κάτι το διαφορετικό και είναι μία πολύ επικίνδυνη μετάβαση

Επανερχόμενος στον Φρίντριχ Μέρτς, να επισημάνω και κάτι κρίσιμο. Ο Μερτς έσπασε συνειδητά δύο φορές προεκλογικά ένα ταμπού, λέγοντας ότι είναι πιθανό να χρειαστεί να αξιοποιήσει η Γερμανία την πυρηνική αποτροπή της Γαλλίας αλλά και, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Βρετανίας. Αυτό είναι τεράστιο ταμπού για τη γερμανική γεωπολιτική σκέψη. Η Γερμανία βάσισε την ευημερία της στην ιδέα ότι το ΝΑΤΟ, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, την προστατεύουν μέσω πυρηνικής αποτροπής και μπορεί να αφιερωθεί στην οικονομία, την επιχειρηματικότητα, την ήπια ισχύ, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την τεχνολογία και σε όλα αυτά στα οποία όντως μεγαλούργησε -από την τέχνη μέχρι την επιχειρηματικότητα. Αυτό με την παρούσα μορφή του τελειώνει. 

Το πώς η Γαλλία και το πώς η Βρετανία, σε πιο μακρινό πλάνο βεβαίως εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα εγγυηθούν την προστασία της Γερμανίας -η οποία βάσει του Συντάγματός της δεν επιτρέπεται να διαθέτει πυρηνικά όπλα και ελπίζουμε να μην αποκτήσει σπάζοντας τα συνταγματικά δεσμά -, αυτό συνιστά μία πάρα πολύ δύσκολη μετάβαση. Πιο πολύ με απασχολεί αυτό παρά η δυναμική της AfD και της Άλις Βάιντελ.

Πώς «διαβάζετε» συνολικά τις δηλώσεις Μερτς περί «ανεξαρτησίας» τις Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ, κινήσεις δυναμικές και άμεσες προς ενισχυμένη ευρωπαϊκή αμυντική ικανότητα και αυτονομία, ακόμη και ένα ΝΑΤΟ που μπορεί να μην έχει την παρούσα μορφή του έως τη Σύνοδο του Ιουνίου;

Μάλλον εντυπωσιακή διατύπωση, όπως προανέφερα. Διερωτώμαι αν σημαίνει κάτι ουσιαστικό. Όλα αυτά «δείχνουν» ένα πάλαι ποτέ στέλεχος χρηματοπιστωτικού fund, αυτή είναι η πορεία που έχει ακολουθήσει ο Φρίντριχ Μερτς πριν την πολιτική, που είχε πλήρως επαφεθεί στην ομπρέλα της ατλαντικής προστασίας και τώρα διακατέχεται από κάποια σύγχυση όσον αφορά τα γεωπολιτικά δεδομένα, αλλά εν πάση περιπτώσει θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί να κάνει. Θεωρώ, και το επαναλαμβάνω, πως μεγαλύτερος κίνδυνος υπάρχει στο πώς θα γίνει η μετάβαση και προς τα πού θα γίνει η μετάβαση παρά στην Βάιντελ και την AfD. 

Δεν απαξιώνω την ανησυχία πολλών για την AfD. Όντως είναι η πρώτη φορά που φθάνει ένα, ας το πούμε συμβατικά, ακροδεξιό κόμμα να αναδεικνύεται δεύτερο σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Όμως, θα επαναλάβω, ότι είναι τέτοια η πληθώρα των ερεθισμάτων και η σύγχυση των ψηφοφόρων που έδωσε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιβεβαιωθεί εάν πράγματι οι εξελίξεις είναι οριακά πιο αποδεκτές από τους Γερμανούς ψηφοφόρους στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Το να λέμε ότι με την CDU στην κυβέρνηση η AfD θα εκμεταλλευτεί πλήρως το μεταναστευτικό, είναι σα να παραδεχόμαστε ότι αναφορικά με τις δημόσιες πολιτικές τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει και μετράει μόνο το επίπεδο της παρουσίασης ενός ζητήματος (που το ίδιο δεν αλλάζει), στο παιχνίδι του κομματικού ανταγωνισμού. Ίσως έφτασε όντως η στιγμή για αλλαγές σε επίπεδο δημοσίων πολιτικών, όχι πολιτικού λόγου και πολιτικής επικοινωνίας. 

Και, κοιτάξτε, αυτός ο αμυντικός εθνικισμός δεν είναι απολύτως ανορθολογικός. Είναι πρωτοφανές σε πολλές γερμανικές πόλεις να μην μπορείς να πας σε μία χριστουγεννιάτικη αγορά, κάτι που είναι σημαντικό μέρος της παράδοσης πολλών παραδοσιακών αλλά και νεότερων γερμανικών πόλεων, και να κινδυνεύεις να σε δολοφονήσει κάποιος ψυχοπαθής ισλαμιστής. Κατά συνέπεια, πρέπει να εστιάσουμε και στις προκλήσεις και τα ερεθίσματα. Επικεντρωνόμαστε πάρα πολύ στις απαντήσεις αλλά τα ερεθίσματα και οι προκλήσεις είναι σημαντικές, και η επιτυχημένη πολιτική είναι αυτή που προλαμβάνει και εν πάση περιπτώσει ρυθμίζει και φιλτράρει τα ερεθίσματα, δεν διαχειρίζεται απλώς τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος που προκύπτει από τις αδυναμίες στην πρόληψη και την αντιμετώπιση. 

* O Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ. 

Πηγή: liberal.gr / Ευαγγελία Μπίφη

Ευαγγελία Μπίφη