Ειδικά για το ζήτημα της Τουρκίας, ο κ. Λάβδας υποστηρίζει ότι όντως χρειάζεται μια ειδική σχέση, αλλά όχι αυτή που προωθεί η Άγκυρα.
Επί Τραμπ γινόμαστε μάρτυρες μίας επιταχυνόμενης και πολύ πιο ωμής, και υπ' αυτή την έννοια πολύ πιο δυσάρεστης, αποδέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη και στρατηγικής μετατόπισής τους στον Ινδοειρηνικό, αναφέρει ο κ. Λάβδας τονίζοντας ότι βρισκόμαστε στη «στροφή» και για να προχωρήσει η διαδικασία αυτής της μετάβασης, πολλώ δε μάλλον να είναι επιτυχής, προϋπόθεση αποτελεί να κλείσει το κεφάλαιο του πολέμου στην Ουκρανία -το οποίο και εντάσσεται στους πολέμους των διαδόχων κρατών της Σοβιετικής Ένωσης, όπως επισημαίνει. Εφόσον το κεφάλαιο αυτό κλείσει, μπορεί να ανοίξει η συζήτηση για ένα νέο «συμβόλαιο» ΗΠΑ-Ευρώπης.
Έχοντας αποτυπώσει στο πρώτο σκέλος της συνέντευξης που παραχώρησε στο Liberal το τοπίο της μετεκλογικής Γερμανίας, τις ρίζες της ανόδου της AfD και τις προκλήσεις εν όψει για τον μελλοντικό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς και τους Σοσιαλδημοκράτες εντός και εκτός τειχών, ο κ. Λάβδας «αποκωδικοποιεί» το ταξίδι του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στις Ηνωμένες Πολιτείες αναφερόμενος επίσης στην προσεχή επίσκεψη του Κιρ Στάρμερ στον Λευκό Οίκο -και ενώ μας έχει ήδη μιλήσει για το ταμπού της γερμανικής γεωπολιτικής σκέψης που «έσπασε» δύο φορές και συνειδητά ο Μερτς λέγοντας ότι ίσως χρειαστεί να αξιοποιήσει η Γερμανία την πυρηνική αποτροπή της Γαλλίας, αλλά και εκτός ΕΕ, της Βρετανίας.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Λάβδα, με ποια στόχευση ήλθε ο Εμανουέλ Μακρόν ενώπιος ενωπίω με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσινγκτον και τι μηνύματα έλαβε πριν παραλάβει την Πέμπτη τη σκυτάλη ο Κιρ Στάρμερ;
Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες. Ο Τραμπ παρέλαβε ένα αδιέξοδο στο Ρωσο-ουκρανικό και μένει να διαπιστώσουμε πως θα το χειριστεί, πέρα από τις μεγαλεπήβολες δηλώσεις και τις πρώτες διαπραγματευτικές ομοβροντίες. Και, πέρα από το Ρωσο-ουκρανικό, προφανώς θα εξαρτηθεί και από τις δυο πλευρές η μετεξέλιξη της συμμαχίας. Όμως σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη για άμεσο διαζύγιο από τις ΗΠΑ. Τα πραγματικά διακυβεύματα θα είναι η ειρήνη, η ασφάλεια και η ευημερία, προϋποθέσεις για τη συνέχιση του ευρωπαϊκού μοντέλου που έχουμε κάθε λόγο να υποστηρίξουμε καθώς μετεξελίσσεται. Παλαιότερες μεγάλες κρίσεις στις ευρωατλαντικές σχέσεις, όπως π.χ. εκείνη του 2003, τελικώς αντιμετωπίστηκαν. Κάποιοι και τότε καταστροφολογούσαν. Το γεγονός ότι σήμερα έχουμε προφανώς εισέλθει σε νέα περίοδο, ουσιαστικά με επιτάχυνση τάσεων αμερικανικής αποχώρησης και επιλεκτικής επανατοποθέτησης σε περιοχές του πλανήτη που ξεκίνησε σε εντελώς πρώτη μορφή επί Ομπάμα, δεν σημαίνει ότι η σχέση δεν μπορεί να φτάσει σε ένα νέο, περισσότερο αποστασιοποιημένο αλλά σταθερό, επίπεδο με ένα νέο «συμβόλαιο» Ευρώπης-ΗΠΑ. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο και σε αυτή την κατεύθυνση, όπως όλα δείχνουν, εργάζεται η Γαλλία σήμερα.
Οι γαλλικές πρωτοβουλίες, με τη σύγκληση δυο κύκλων διαβούλευσης με βρετανική συμμετοχή και, στη συνέχεια, με τις συνομιλίες Μακρόν-Τραμπ, προσέφεραν μια χρήσιμη γέφυρα Ευρώπης-ΗΠΑ στα πρώτα βήματα της νέας αμερικανικής προεδρίας. Έτσι θα αποτιμώνται και στο μέλλον.
Βεβαίως η μετριοπαθής γαλλική γέφυρα προς τις ΗΠΑ συνδυάστηκε με συγκλίσεις κύκλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και, σε δεύτερο χρόνο, ευρωπαϊκών μελών, που σήμαναν την προσωρινή σχετικοποίηση της θεσμικής δομής της ΕΕ απέναντι στις καλπάζουσες απαιτήσεις των ευρωπαϊκών, ευρωατλαντικών και ευρασιατικών διεθνών σχέσεων. Η πραγματική -παρότι σαφώς υπερβολική- έκπληξη πολλών νεοφώτιστων και βορειοανατολικών στην ΕΕ για τις δηλώσεις Τραμπ και Βανς κατέσησαν αναγκαίες αυτές τις κινήσεις. Από την πλευρά του, ο Κιρ Στάρμερ, μιλώντας μια ημέρα μετά τη συνάντηση και τις δηλώσεις Τραμπ-Μακρόν, τόνισε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Βρετανία θα αυξήσει περαιτέρω τις αμυντικές δαπάνες της αλλά και ότι το ΝΑΤΟ παραμένει για τη Βρετανία βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Διορθώνοντας έμμεσα τις υπερβολές στις πρόσφατες δηλώσεις του Μερτς στο Βερολίνο. Παράλληλα, με τη συζήτηση για τη νέα έμφαση στις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες, οι μετοχές των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών του αμυντικού τομέα εκτινάχθηκαν από τις 17 Φεβρουαρίου (Rheinmetall, Dassault, Thales, Saab, Leonardo).
Ως αποτέλεσμα των διευθετήσεων που δρομολογούνται σε σχέση με την Ουκρανία, η Τουρκία φαίνεται να διεκδικεί ένα πεδίο συμμετοχής της στους σχεδιασμούς για την ευρωπαϊκή άμυνα. Σε τι προσβλέπει η Άγκυρα, πώς «μεταφράζονται» και ποιους αποδέκτες έχουν οι δηλώσεις Ερντογάν περί της Τουρκίας που «θα σώσει την Ευρώπη»;
Όπως προαναφέραμε, εάν δεν φύγουμε σύντομα από το αδιέξοδο στο Ρωσο-ουκρανικό, η Τουρκία πέρα από τον ρόλο διαμεσολαβητή ή και ειρηνευτικής δύναμης, θα επιχειρήσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα να προσφέρει στρατιωτικές δυνάμεις, κοινά γυμνάσια, συμμετοχή στους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής στρατηγικής (EDIS) και μετά και συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε δομές παράλληλες με τις ενωσιακές.
Η πρόσληψη του κενού και η αίσθηση κρίσης που σέρνεται στην Ευρώπη εξαιτίας της λανθάνουσας διένεξης με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση για τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, θεωρήθηκε παράθυρο ευκαιρίας από τον Ερντογαν για να πιέσει στην κατεύθυνση μιας ειδικής σχέσης με την ΕΕ. Προσέξτε όμως. Για τι είδους ειδική σχέση μιλάμε; Από χρόνια, τουλάχιστον από το 2015, κάποιοι εξηγούμε με άρθρα και αναλύσεις ότι χρειαζόμαστε μια περιεκτική σχέση με όρια και αιρεσιμότητα. Χρειαζόταν προτάσεις από εμάς. Δεν θα έπρεπε να είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία -εκτός πια ενταξιακής πορείας και προοπτικής- πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το Κράτος Δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και (β) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.
Πριν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές συνέκλιναν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν ήταν πια δυνατό να προσεγγίζει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος. Η ΕΕ θα όφειλε να προκρίνει ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και ταυτόχρονης υποβοήθησης των όποιων τάσεων συνεργασίας.
Τώρα όμως, αντιλαμβανόμενη την αμηχανία της Ευρώπης, η Τουρκία ζητά κάτι άλλο: μια ειδική σχέση επικεντρωμένη στην άμυνα, τα εξοπλιστικά προγράμματα και την κοινή ασφάλεια. Ποια «κοινή» ασφάλεια, ποίων με ποίους; Εμείς ως Ελλάδα, αντί να έχουμε προωθήσει από χρόνια την ειδική περιεκτική σχέση στην οποία προαναφέρθηκα, απλώς παπαγαλίζαμε ότι «ευνοούμε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας», μια ανέξοδη όσο και δυνητικά επικίνδυνη φούσκα της εξωτερικής πολιτικής.
Σήμερα, λοιπόν, φτάσαμε να είναι ήδη στη σκέψη ορισμένων νεοφώτιστων στην ΕΕ, κυρίως λόγω απειρίας ή ασχετοσύνης ή πιθανώς και κάποιων συμφερόντων που βλέπουν στην Τουρκία πεδίο συμπαραγωγής συστημάτων και κοινών πιλοτικών δοκιμών και εφαρμογών τους. Μια ειδική εταιρική σχέση της αναξιόπιστης όσο και αναθεωρητικής Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια θα ήταν για την Ελλάδα και για την Κύπρο αλλά και για την Ένωση συνολικά μία εξαιρετικά κακή εξέλιξη σε πολλά επίπεδα: στρατηγικό, πολιτικό, συμβολικό, επιχειρησιακό, εξοπλιστικό, καθώς και σε πεδίο εκ των υστέρων αναζήτησης πεδίων σύγκλισης.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει ήδη από χρόνια εστιαστεί στο πλαίσιο μιας ειδικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας, ανεξαρτήτως των εξελίξεων στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Για την ΕΕ, η μετεξέλιξη της τελωνειακής ένωσης πρέπει να αποτελέσει κομμάτι αυτής της συνολικής νέας προσέγγισης και όχι οριοθετημένο πεδίο πολιτικής το οποίο -εξ ορισμού- αποτελεί καταρχήν συμφέρουσα για την Άγκυρα διευθέτηση. Στο επίπεδο της συνολικής νέας σχέσης ΕΕ-Τουρκίας, παρότι είναι γνωστές και δεδομένες οι δυσκολίες που σχετίζονται με την υιοθέτηση μέτρων των οποίων η επιβολή είναι αυτόματη, θα πρέπει από την ελληνική πλευρά να υποστηριχθεί σθεναρά μια μορφή αποτελεσματικών και προβλέψιμων μηχανισμών αντίδρασης σε παραβιάσεις των όρων που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επιβολής μέτρων ή/και αναστολής δικαιωμάτων πρόσβασης που θα εμπεριέχει και χαρακτηριστικά αυτόματης ενεργοποίησης θα είναι αναγκαία για κάθε πλαίσιο ειδικής σχέσης στην περίπτωση της Τουρκίας.
Αναφέρεστε συχνά στο «αδιέξοδο» του Ρωσο-ουκρανικού ως κρίσιμου στοιχείου για τα επόμενα βήματα. Θα θέλατε να το εξηγήσετε αυτό περισσότερο;
Όλα αυτά που συζητάμε προϋποθέτουν ότι ξεφεύγουμε από αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο βρεθήκαμε στο τέλος του 2024 και βρισκόμαστε ακόμη, σε σχέση με τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Διότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ό,τι και να λέμε για τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζέι Ντι Βανς αυτό το οποίο παρέλαβαν ήταν ένα αδιέξοδο.
Αδιέξοδο γιατί αυτός ο πόλεμος φαινόταν από την αρχή, αλλά το επιβεβαιώσαμε πλέον ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να κερδηθεί από καμία πλευρά, με δεδομένη πάντα τη στήριξη της Δύσης στην Ουκρανία. Ούτε είναι δυνατόν φυσικά η Δύση να αφήσει το Κρεμλίνο να καταλάβει το Κίεβο, θα οδηγούμασταν σε μία επικίνδυνη διεθνή αναμέτρηση. Ούτε όμως είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι με τη δυτική βοήθεια, όσο και αν κλιμακωθεί, θα μπορέσει η Ουκρανία να επικρατήσει και να ανακαταλάβει την Κριμαία, όπως λεγόταν μέχρι πρότινος. Η Ουκρανία είναι μία κατεστραμμένη χώρα, υπάρχουν τεράστιες απώλειες ενώ τις τελευταίες ημέρες σε πολύ βαρύ κλίμα το Κοινοβούλιο στο Κίεβο αρχικά απέρριψε και, σε δεύτερη ψηφοφορία, τελικώς ενέκρινε ψήφισμα στήριξης του Ζελένσκι, του οποίου η θητεία έχει παραταθεί λόγω της επιβολής στρατιωτικού νόμου. Το αδιέξοδο είναι σαφές και υπό το πρίσμα του ότι οι πόλεμοι των διαδόχων κρατών της Σοβιετικής αυτοκρατορίας θα μπορούσαν να κρατήσουν πολλές δεκαετίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πλανήτης πρέπει να οδηγηθεί σε έναν πυρηνικό πόλεμο λόγω των πολέμων αυτών. Το επισημαίνω διότι παπαγαλίζουν πολλοί στην Ελλάδα ανόητες αναλογίες και μεταφορές που δείχνουν ακριβώς πόσο μικρή σχέση έχουν με αυτό που πραγματικά συμβαίνει σήμερα στις διεθνείς σχέσεις.
Εάν δεν ξεφύγουμε από αυτό το αδιέξοδο θα εμπλεκόμαστε όλο και βαθύτερα στη σύγκρουση και το ερώτημα τότε δεν θα είναι τι πολιτική θα ασκήσει ο Φρίντριχ Μερτς, αλλά σε ποιο βαθμό θα ξεμείνει η Ευρώπη με την «καυτή πατάτα» απέναντι σε μία πυρηνικά πανίσχυρη Ρωσία και με έναν Τραμπ, ο οποίος θα πάψει να συνεργάζεται με την ευρωπαϊκή πλευρά. Διότι, για να απαντήσω σε μία άλλη υποθετική ερώτηση που όμως την κρίνω απαραίτητη, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό το οποίο συμβαίνει τώρα είναι μία επιταχυνόμενη και πολύ πιο ωμή, και κατ’ αυτή την έννοια πολύ πιο δυσάρεστη, εκδοχή τάσεων που ξεκίνησαν στις δύο προεδρίες Ομπάμα και οι οποίες θεωρώ θα ξεκινούσαν ούτως ή άλλως. Μία σταδιακή απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από το ενδιαφέρον τους για τα ευρωατλαντικά και για την Ευρώπη και μία στρατηγική επικέντρωση όλο και περισσότερο στον Ινδοειρηνικό.
Γίνεται τώρα με επιταχυνόμενο όσο και άκομψο τρόπο από την αμερικανική πλευρά, ξεκίνησε ωστόσο παλαιότερα και αυτό είχε φανεί ξεκάθαρα από την πολύ προσεκτική αμερικανική αντίδραση στην κατάληψη της Κριμαίας. Αυτό που βλέπουμε τώρα, και είναι κάτι που κάποιοι το λέμε και το γράφουμε από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022, είναι ο αμερικανικός προβληματισμός για το τι είδους τακτοποίηση θα επιχειρήσει να φέρει στην περιοχή ο αμερικανικός παράγων πριν αποτραβηχτεί. Η τακτοποίηση που θα ήθελε ο Μπάιντεν είναι διαφορετική από αυτήν που θέλει ο Τραμπ, αλλά η αποχώρηση θα συμβεί και ο βαθμός εμπλοκής των ΗΠΑ θα αποτελεί ένα από τα αντικείμενα του νέου συμβολαίου ΕΕ-ΗΠΑ που είναι υπό διαμόρφωση.
Όπως εξηγούσαμε εδώ πριν ένα χρόνο, όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία περιγράφεται ως παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, μεταξύ Καλού και Κακού, οι πραγματικές διαστάσεις διαστρεβλώνονται πλήρως και τα ουσιαστικά διακυβεύματα παρανοούνται. Σε συνδυασμό με τις μέτριες ως ατυχείς πολιτικές ηγεσίες οι οποίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θυσιάζουν τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα για το άμεσο συμφέρον ενώ σε πολλές περιπτώσεις απλώς δεν αντιλαμβάνονται τι πραγματικά συμβαίνει στο διεθνές περιβάλλον, οι υπεραπλουστεύσεις διαμορφώνουν συνθήκες κινδύνου γενικότερης ανάφλεξης. Ειδικά αν ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν οδηγηθεί, αν όχι σε ειρήνευση ή ανακωχή, τουλάχιστον σε μια εκεχειρία διαρκείας.
Άρα, όλη η συζήτηση περί της γεωπολιτικής μετάβασης της Ευρώπης προϋποθέτει ότι βγαίνουμε από αυτό το αδιέξοδο γιατί εάν συνεχίσουμε να έχουμε αυτή την γεωστρατηγική εκκρεμότητα και αυτή την οικονομική αιμορραγία, που ταυτόχρονα είναι και κυριολεκτική αιμορραγία για την Ουκρανία και για τη Ρωσία, τότε όλα θα μπουν σε άλλη βάση συζήτησης. Διότι κάποια στιγμή η Ρωσία θα φθάσει σε μία κόκκινη γραμμή, κάποια στιγμή και η Δύση θα φτάσει σε μία κόκκινη γραμμή, και εκεί στην καλύτερη περίπτωση πάλι θα καθυστερήσουμε ένα χρόνο ή και εξάμηνο ή και παραπάνω και θα περιμένουμε, όπως περιμέναμε τον Μάρτιο - Απρίλιο του 2022 στη μεγάλη ευκαιρία που κακώς χάθηκε, να ξαναρχίσουμε από την αρχή μία συζήτηση. Η αμερικανική απομάκρυνση πρέπει να μας απασχολεί ως προς το τι μετάβαση θα πετύχει η Ευρώπη.
Διακρίνετε ότι μία τρόικα Μερτς, Μακρόν και Στάρμερ θα βγει μπροστά σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης;
Το τι είδους σχήμα συντονισμού της γεωπολιτικής αυτής μετάβασης θα επιλέξει η Ευρώπη είναι ένα ερώτημα το οποίο επίσης θα εξαρτηθεί από το εάν και πότε θα φύγουμε από αυτό το αδιέξοδο. Εάν εξακολουθήσουμε να βρισκόμαστε σε μία γεωπολιτική συγκυρία-αδιέξοδο που είναι επικίνδυνη, τότε σαφώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί παρά να έχει το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχώς στις συζητήσεις. Πρώτον γιατί είναι η μόνη άλλη, εκτός της Γαλλίας, πυρηνική δύναμη στην Ευρώπη. Δεύτερον γιατί είναι η μόνη άλλη σχετικά αξιόλογη συμβατική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη με προβολή ισχύος και πέραν της Ευρώπης. Και τρίτον γιατί υπάρχουν και ορισμένοι πέραν της Γαλλίας που θα προτιμήσουν, εφόσον παραμείνουμε στο αδιέξοδο, να έχουν ένα αντίβαρο στην τεράστια γαλλική πλέον επιρροή στην Ευρώπη από στρατιωτική και πυρηνική άποψη.
Εάν φύγουμε από το αδιέξοδο, με μία εκεχειρία διαρκείας ή ακόμη καλύτερα με μία ειρήνευση, τότε τα σχήματα θα αρχίσουν να διαφοροποιούνται και να στρέφονται πάλι στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο μένουμε σε μία οιονεί σύγκρουση με τη Ρωσία τα σχήματα θα είναι και εξω-ενωσιακά, εξωθεσμικά. Δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί κανείς δεν είναι πραγματικά υπολογίσιμο μέγεθος στη σημερινή Ευρώπη εκτός από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Αλλά και όσο βρισκόμαστε εν μέσω του αδιεξόδου και αναζητείται η λύση του δεν πρέπει κάποιος να μιλήσει εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Ναι, αυτό είναι σημαντικό που θέτετε. Αυτό κάνει η Γαλλία, λειτουργώντας ως γέφυρα αυτή τη στιγμή μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Άλλωστε όταν η Γαλλία εισηγούνταν την ανάγκη για μορφές μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας σε πολλές συγκυρίες (και μετά τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016 πριν την έναρξη της πρώτης προεδρίας Τραμπ), οι υπόλοιποι κοίταζαν αλλού, βάσει της ορθής ή προβληματικής πρόσληψης των συμφερόντων του ο καθένας. Όμως σήμερα ούτως ή άλλως, δυστυχώς, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία περιμέναμε την πρώτη προσέγγιση και τη βασική ατζέντα. Αυτό έκανε η Ευρώπη μέχρι τον Ιανουάριο, περιμένοντας συνεχώς τη γραμμή από τις ΗΠΑ. Και τώρα; Άλλη κυβέρνηση στις ΗΠΑ, άλλη γραμμή. Έτσι βλέπουν την Ευρώπη πολλοί στις ΗΠΑ αλλά και τον υπόλοιπο πλανήτη και είναι, βεβαίως, θλιβερό.
Αυτό άλλωστε είναι μια από τις παραμέτρους που οδήγησαν στο αδιέξοδο στο οποίο αναφέρομαι. Ούτε περίμενε κανείς ότι η Ουκρανία με την αντεπίθεση θα πετύχαινε κάτι, όπως δεν πέτυχε. Και δεν περίμενε κανείς επίσης ότι οι Ρώσοι θα προσπαθήσουν να φθάσουν σε μία συνολική σύγκρουση κάνοντας ότι μπορούν για να καταλάβουν το Κίεβο, αφού κατάλαβαν από τις πρώτες εβδομάδες μετά τα τέλη Φεβρουαρίου 2022 ότι αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, λόγω της σπουδαίας αντίστασης των Ουκρανών και της μεγάλης βοήθειας που τους παρείχε η Δύση. Αν δεν υπερβούμε το αδιέξοδο, θα χρειαστούμε εν πολλοίς εξωθεσμικές, εξω-ενωσιακές λύσεις που σημαίνει ενδεχομένως μία τρόικα Γαλλία-Βρετανία-Γερμανία ή ένα κουαρτέτο που να περικλείει και την Πολωνία ή ένα κουϊντέτο που θα περιλάβει και την Ιταλία. Η οποία θέλει επίσης με κάποιο τρόπο να παίξει ρόλο και ούτω καθεξής. Ο κίνδυνος εδώ, και το τονίζω και το επαναλαμβάνω, είναι η Τουρκία όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως.
Στη διευθέτηση του Ουκρανικού, θεωρείται πλέον δεδομένο το να χάσει τα ρωσοκρατούμενα εδάφη η Ουκρανία και να παραμείνει εκτός ΝΑΤΟϊκών δομών;
Ήταν αναμενόμενο από όλους τους σοβαρούς αναλυτές ότι η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ εάν έφτανε να ακουμπήσει την Ουκρανία θα οδηγούσε σε σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Αυτή πρόκειται για μία εξαιρετικά σύνθετη συζήτηση και οι πράγματι γνώστες το έλεγαν και το έγραφαν. Ήταν μία συνειδητή επιλογή ότι θα φτάναμε στο ρίσκο μίας αναμέτρησης με τη Ρωσική Ομοσπονδία, με αυτή την κυβέρνηση στο Κρεμλίνο σε κάθε περίπτωση. Εάν άλλαζε το καθεστώς και ξαφνικά γινόταν μία φιλοδυτική χώρα η Ρωσία και ο διάδοχος του Πούτιν ενδιαφερόταν να ενισχύσει τις σχέσεις με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε θα κάναμε μία άλλη συζήτηση.
Αλλά γνωρίζαμε όλοι και περιμέναμε ότι ήδη από το Μαϊντάν και μετά οδεύαμε προς μία σύγκρουση, δεν ξέραμε όμως τι διαστάσεις θα έχει. Η πολύ χλιαρή αντίδραση της ώριμης σκέψης του Ομπάμα και των συνεργατών του όσον αφορά την κατάληψη της Κριμαίας καταδείκνυε ακριβώς το γεγονός ότι αφενός οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε φάση σταδιακής απομάκρυνσης από την Ευρώπη γιατί ο Ινδοειρηνικός είναι για εκείνες η ουσία μακροπρόθεσμα, αφετέρου αποκάλυπτε ότι ήταν και πολλοί προβληματισμένοι για το κατά πόσο ήταν σοφό ή μη να προκαλέσει κανείς τη Ρωσία για την Ουκρανία.
Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις των πράγματι ειδικών στις διεθνείς σχέσεις -αλλά όχι των ιστορικών που συχνά υιοθετούν άλλη οπτική- συγκλίνουν σε αυτή τη γενική εκτίμηση, ότι η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ, το οποίο βεβαίως παρέχει συνθήκες σταθερότητας εντός κάποιων πλαισίων, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να προκαλέσει κάποτε σύγκρουση με το επικίνδυνο και αυταρχικό Κρεμλίνο. Πολλοί, όπως ο Mearsheimer και ο Walt, επικεντρώνουν εκεί τη αιτιακή αλυσίδα, άλλοι -όπως ο Kupchan και η Stent που είχαν και συμβουλευτικούς ρόλους επί Ομπάμα- δίνουν έμφαση στην ανάγκη να υπάρχει πάντοτε και διέξοδος για την Ρωσία εφόσον επιθυμήσει στροφή στη διαπραγματευτική επίλυση. Στην αρθρογραφία και τα βιβλία σοβαρών συναδέλφων βλέπει κανείς τον προβληματισμό για τα όρια αυτής της πίεσης για την Ουκρανία. Γνωρίζαμε ότι αυτό θα οδηγήσει πιθανότατα σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Θα ξαναπώ ότι αυτοί είναι πόλεμοι διαδόχων κρατών της Σοβιετικής Ένωσης, διότι περί αυτού πρόκειται μέχρι στιγμής, από τη Γεωργία μέχρι σήμερα, όταν απειλείται ο πυρήνας μιας ζώνης επιρροής. Ειδικά για την Ουκρανία που είχε συχνά διατυπωθεί από την Ρωσία ότι αποτελεί κόκκινη γραμμή. Δεν εισέβαλε σε χώρα της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ η Ρωσία το 2022 και οι αντιλήψεις για ντόμινο είναι, στην καλύτερη περίπτωση, εντελώς αφηρημένες υποθέσεις.
Με δυο λόγια, όπως κάθε γνώστης των διεθνών ισορροπιών αντιλαμβάνεται ήδη από τις ημέρες της δυστυχώς αποτυχημένης προσπάθειας να λήξει αυτή η μεγάλη σύγκρουση, τον Μάρτιο του 2022, ο πόλεμος αυτός δεν μπορεί να έχει σαφείς νικητές και ηττημένους. Ενώ όσο διαρκεί προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις στον ευρύτερο περίγυρο. Οι ΗΠΑ επιχειρούν σήμερα να ανακόψουν το στενό πλησίασμα Ρωσίας-Κίνας, ενώ η ΕΕ απλώς ακολουθούσε τυφλά την στρατηγική Μπάιντεν και βρίσκεται τώρα σε σύγχυση. Η Κίνα επωφελήθηκε, καθώς η σύγκρουση οδήγησε το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία σε αδιέξοδο και έσπρωξε ακόμη περισσότερο την Ρωσία στην αγκαλιά του Πεκίνου. Σήμερα, μετά τις πιέσεις του Τραμπ, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ προβαίνουν διαδοχικά σε ανακοινώσεις για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, προφανώς παρουσιάζοντας την εξέλιξη στους πολίτες τους και με στοιχεία κριτικής του προκλητικού πολιτικού λόγου που εκπέμπει ο Λευκός Οίκος τις τελευταίες εβδομάδες. Όμως η ουσία του ζητήματος είναι ότι η Ευρώπη όντως χρειάζεται μεγαλύτερη συμμετοχή στην άμυνά της, ότι το αδιέξοδο στην παρούσα φάση των πολέμων των διαδόχων του Σοβιετικού κόσμου πρέπει να αρθεί πριν μας απορροφήσει όλους, και ότι ένα νέο συμβόλαιο Ευρώπης-ΗΠΑ θα πρέπει να εισέλθει σταδιακά σε διαδικασία συζήτησης ώστε να αποκτήσει μορφή και περιεχόμενο. Ο «εξευρωπαϊσμός» της πυρηνικής αποτροπής της Γαλλίας αλλά ενδεχομένως και της Βρετανίας θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη συζήτηση, στην οποία, όπως είναι αναμενόμενο, τόσο ο Γαλλο-γερμανικός άξονας όσο και -εκτός ΕΕ- η Βρετανία θα έχουν ηγετική παρουσία. Οφείλουμε να κρατήσουμε την συστηματικά αναξιόπιστη Τουρκία έξω από αυτή τη συζήτηση.
Από την ελληνική σκοπιά;
Από την ελληνική σκοπιά, μας ενδιαφέρει το τέλος ή το πάγωμα της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης και η διατήρηση στενών δεσμών, όπως πάντα, της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων χωρών. Ο υβριδικός πολυπολικός και ταυτόχρονα πολυκεντρικός κόσμος που αναδύεται είναι περισσότερο ρευστός και λιγότερο προβλέψιμος σε σχέση με το μεταπολεμικό παρελθόν, με ή χωρίς τον Τραμπ. Εισερχόμαστε σε μια εξαιρετικά ρευστή και επικίνδυνη περίοδο. Οφείλουμε να παρέμβουμε συστηματικά για τη διαμόρφωση ενός ειδικού καθεστώτος σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες της κάθε είδους επιπολαιότητας και ανευθυνότητας. Το εάν η Τουρκία μας επιτεθεί «μια νύχτα ξαφνικά» ή θα παραμείνει μια δομική αλλά κυμαινόμενη απειλή, δεν θα εξαρτηθεί καθόλου από το εάν θα έχει πάρει μαθήματα από την Ουκρανία και τη Ρωσία, όπως παραδόξως επαναλαμβάνουν κάποιοι, αλλά από τη συνολική αποτρεπτική ικανότητά μας, από τις ισορροπίες ισχύος, τις συμμαχίες μας, αλλά και τα παράθυρα ευκαιρίας που ενδεχομένως θα την αφήσουμε να θεωρήσει ότι διαμορφώνονται. Μακροπρόθεσμα, προφανώς και αυτονοήτως μας ενδιαφέρει η εκ νέου ενίσχυση του σεβασμού των κανονιστικών πλαισίων στις διεθνείς σχέσεις. Όμως αυτό δεν θα συμβεί αύριο το πρωϊ. Άλλωστε οι πόλεμοι των διαδόχων κρατών της Σοβιετικής αυτοκρατορίας που (καλώς ή κακώς) δεν είχαν εισέλθει στο ΝΑΤΟ ή την ΕΕ πριν το 2014 μπορεί να κρατήσουν πολλά χρόνια. Είναι στρατηγικό λάθος να καθορίσουμε τη στάση μας σε σχέση με αυτούς, σε ένα ευρωπαϊκό, ευρωατλαντικό και ευρασιατικό περιβάλλον που μετασχηματίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
* O Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.