Του Σάκη Μουμτζή
Στις 10 Φεβρουαρίου 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας βομβάρδισε την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια επιχείρηση για την οποία κατέβαλε υπέρμετρο κόστος σε σχέση με το αποτέλεσμά της, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η Θεσσαλονίκη, όπως σχεδόν και όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, δεν αποτέλεσαν πεδία πολεμικών συγκρούσεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Αισθανόταν το κλίμα του μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων και κυρίως από την παρουσία των αποκαλούμενων «συμμοριόπληκτων» ή ανταρτόπληκτων που στοιβάζονταν είτε στις παρυφές των επαρχιακών πόλεων είτε σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα, ζώντας σε άσχημες συνθήκες. Όμως και αυτές οι συνθήκες ήταν πολύ προτιμότερες από τη φωτιά των μαχών ή από τον φόβο των επιδρομών των ανταρτών.
Στον ΔΣΕ σχεδιαζόταν επιχειρήσεις, με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας, μόνο και μόνο για να συντηρείται η «πολεμική φυσιογνωμία» μιας περιοχής. Δηλαδή να φαίνεται, ανεξαρτήτως κόστους, πως οι αντάρτες βρίσκονται παντού και όχι μόνον στις παραμεθόριες περιοχές ή εκεί που υπήρχαν συγκροτημένα έμπεδα. Έτσι, θα αντιμετώπιζαν τις κυβερνητικές κατηγορίες για «ξενοκίνητους συμμορίτες». Μέσα σε αυτή τη λογική σχεδιάστηκε από το Αρχηγείο του ΔΣΕ ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης. Εκ των πραγμάτων ήταν μια κίνηση εντυπωσιασμού, καθώς δε θα ανέτρεπε ισορροπίες, πολύ δε περισσότερο δε θα υπήρχε μια συνέχεια σε αυτήν επιχείρηση. Για αυτό και ο τρίτος στην ιεραρχία του ΔΣΕ, ο «υποστράτηγος» Λασσάνης (Θανάσης Γκένιος), διαφώνησε με αυτήν την επιχείρηση.
Ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης είχε και έναν άλλο στόχο. Να αποδείξει στους Σοβιετικούς και τους Γιουγκοσλάβους πως η βοήθειά τους έπιανε τόπο. Ίσως οι κεραίες της ηγεσίας του ΚΚΕ να αφουγκραζόταν κάποια ανησυχητικά μηνύματα που ερχόταν από τη Μόσχα. Άραγε ήταν σύμπτωση που την ίδια μέρα του βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης, ο Στάλιν - επιπλήττοντας την αντιπροσωπεία των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών για την υπέρμετρη ανάμιξή τους στον ελληνικό εμφύλιο- είπε το περίφημο «σβαρνούτ». Δηλαδή τους κάλεσε να αναδιπλωθούν και να μην εκτίθενται βοηθώντας τους Έλληνες συντρόφους τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μονάδες των ανταρτών από το Μπέλες, τα Κρούσια και τα Κερδύλλια, υπό την ηγεσία του Ν. Τριανταφύλλου, κινήθηκαν προς Θεσσαλονίκη. Ήταν μια δύναμη περίπου 500 ανταρτών, που κουβαλούσαν και ένα πυροβόλο γερμανικής κατασκευής των 75 mm. Έξω από το Δερβένι, πριν ξημερώσει η 10η Φεβρουαρίου 1948, έριξαν περίπου 50 οβίδες, προκαλώντας τον θάνατο έξι αμάχων και ενός Βρετανού. Το Γ΄Σ.Σ. σήμανε συναγερμό διότι πίστεψε πως επρόκειτο για γενική επίθεση του ΔΣΕ εναντίον της πόλης. Με το ξημέρωμα ξεκίνησε το κυνηγητό των ανταρτών στο οποίο συμμετείχε και η αεροπορία. Επειδή ο Τριανταφύλλου καταγόταν από τη Ρούμελη δε γνώριζε την περιοχή, εγκλωβίστηκε με όλον τον όγκο των δυνάμεων του στη λίμνη του Αγίου Βασιλείου. Εκεί έγινε πραγματική σφαγή. 250 αντάρτες και ο ίδιος ο Τριανταφύλλου έχασαν τη ζωή τους, ενώ 111 εξ αυτών συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και διαπομπευόμενοι από πλήθος Θεσσαλονικέων κατέληξαν στο Γ΄Σ.Σ.
Όλοι τους παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Εξ αυτών οι 52 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, 15 σε ισόβια και άλλες ποινές και οι υπόλοιποι αθωώθηκαν ως βιαίως στρατολογηθέντες. Από αυτήν την επιχείρηση ο ΔΣΕ δεν κέρδισε απολύτως τίποτα, πέραν του πρόσκαιρου αιφνιδιασμού της στρατιωτικής ηγεσίας του Γ΄Σ.Σ. Απεναντίας έχασε περί τους 350 αντάρτες, μεταξύ των οποίων ήταν και εμπειροπόλεμα στελέχη που ήταν δύσκολο να αναπληρωθούν.
Αυτή ήταν η τελευταία παρουσία του ΔΣΕ στην πόλη μας. Έκτοτε τα στελέχη του που βρίσκονταν στην παρανομία είτε συλλαμβάνονταν είτε φονεύονταν σε συμπλοκές με τις διωκτικές αρχές. Η Θεσσαλονίκη βγήκε από τον Εμφύλιο πιο συντηρητική, χωρίς τη βαλκανική ενδοχώρα της και χωρίς τους 55.000 περίπου Εβραίους πολίτες της.
*Τα Μακεδονικά Νέα καθιερώνουν την Ιστορική Στήλη με αναδρομή σε ιστορικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο.