Αύξηση σημειώνουν τα περιστατικά εκφοβισμού τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι πως από το 32,4% των μαθητών, που δέχθηκαν bullying το σχολικό έτος 2022-2023, το 2023-2024 ποσοστό «άγγιξε» το 35,5%.
Σύμφωνα με την πανελλήνια έρευνα για τον σχολικό εκφοβισμό (bullying), που διεξήγαγε το Κέντρο για τη Βία και τον Εκφοβισμό του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού» για το χρονικό διάστημα 2023-2024, 1 στα 3 παιδιά δηλώνει ότι έχει δεχθεί bullying, ενώ 1 στα 4 παιδιά, αισθάνεται πώς το σχολείο δεν του μαθαίνει να μην εκφοβίζει τους συμμαθητές τους.
Πολυπαραγοντικοί οι λόγοι της έκρηξης της σχολικής βίας
Μία συντονισμένη και συνεχή προσπάθεια από εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, αλλά και την Πολιτεία προκειμένου να αντιμετωπιστεί το χρόνιο πρόβλημα της σχολικής βίας, προτείνει από πλευράς της η παιδοψυχολόγος Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, μιλώντας στα Μακεδονικά Νέα.
Παράλληλα, χαρακτηρίζει ως μία πολυπαραγοντική εξέλιξη, η οποία σχετίζεται τόσο με την οικογένεια και το σχολικό περιβάλλον όσο και με τη σχέση των παιδιών με τα κοινωνικά δίκτυα, την αύξηση των περιστατικών σχολικής βίας.
«Είναι σημαντικό να πούμε ότι φαινόμενα επιθετικής συμπεριφοράς υπήρχαν πάντα ήδη από την προσχολική ηλικία. Αυτό που μας ανησυχεί στις μέρες μας είναι η συχνότητα και η ένταση του φαινομένου σε όλες τις σχολικές βαθμίδες αλλά κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Όπως επισημαίνει, καίριο ρόλο διαδραματίζουν οι κοινωνικοί και οικογενειακοί παράγοντες, καθώς -όπως εξηγεί- παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα με έλλειψη συναισθηματικής στήριξης, ενδοοικογενειακή βία ή παραμέληση είναι πιθανό να υιοθετήσουν επιθετικές συμπεριφορές, ενώ συχνά τα ίδια διαθέτουν μειωμένες δεξιότητες διαχείρισης του θυμού και επίλυσης συγκρούσεων και οδηγούνται στη βία.
Παράλληλα, η ίδια τονίζει πως το σχολικό κλίμα εάν δεν προάγει τη συναισθηματική ασφάλεια και δεν έχει σαφείς κανόνες μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη βίαιων συμπεριφορών.
Σημαίνοντα ρόλο φαίνεται να έχει και η επιρροή των social media και της ψηφιακής κουλτούρας, με την παιδοψυχολόγο να τονίζει πως η διάδοση της βίας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να οδηγήσει σε κανονικοποίηση και αποδοχή της επιθετικότητας.
Το θύμα, ο θύτης και ο «θυματοποιημένος θύτης»
Ως βασικά χαρακτηριστικά του παιδιού-θύματος, η κ. Γιαννοπούλου επισημαίνει τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, την κοινωνική απομόνωση, την διαφορετικότητα λόγω εμφάνισης, φύλου, θρησκείας, αναπηρίας ή ιδιαίτερων ενδιαφερόντων, ενώ συχνά κοινό γνώρισμά τους είναι πως δεν γνωρίζουν πώς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και δεν έχουν ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο.
Όσον αφορά το προφίλ του θύτη η παιδοψυχολόγος αναφέρει πως συνήθως έχει επιθετικές τάσεις, χαμηλή ενσυναίσθηση και αναζητά δύναμη και έλεγχο μέσω της εκφοβιστικής συμπεριφοράς, ενώ δεν είναι απίθανο να είναι δημοφιλής ή/και μέλος παρεών που ενισχύουν τη βίαιη συμπεριφορά.
Παράλληλα, ο θύτης συχνά προέρχεται από περιβάλλοντα με αυστηρή πειθαρχία ή, αντίθετα, με έλλειψη ορίων.
Ερωτηθείσα για το ενδεχόμενο ένα παιδί θύμα να γίνει θύτης η ίδια αναφέρεται στον τύπο του «θυματοποιημένου θύτη» (bully-victim).
«Πρόκειται για παιδιά που αρχικά ήταν θύματα αλλά στη συνέχεια έγιναν θύτες, ως μηχανισμός άμυνας. Αντίστοιχα, ένας θύτης μπορεί να βρεθεί στη θέση του θύματος αν η δυναμική τού περιβάλλοντος αλλάξει», σημειώνει η παιδοψυχολόγος και προσθέτει πως τόσο τα παιδιά-θύματα όσο και τα παιδιά-θύτες χρειάζονται φροντίδα και υποστήριξη.
Το παιδί - «παρατηρητής» και οι επιπτώσεις στην ενήλικη ζωή
Συχνά γινόμαστε μάρτυρες ιδιαίτερα σκληρών εικόνων από επιθέσεις εις βάρος ανήλικων παιδιών από συνομήλικούς τους, συχνά εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Όσο συγκλονιστικές είναι οι εικόνες, τόσο -ίσως και περισσότερο- συγκλονίζει το γεγονός πώς αυτές καταγράφονται από παιδιά τα οποία επιλέγουν να μην υπερασπιστούν τον ανήλικο που δέχεται επίθεση.
«Τα παιδιά που γίνονται μάρτυρες περιστατικών βίας αλλά δεν παρεμβαίνουν ή καταγράφουν την επίθεση στα social media επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες», σημειώνει η παιδοψυχολόγος και εξηγεί πως «συχνά οι παρατηρητές πιστεύουν ότι κάποιος άλλος θα παρέμβει ή ότι δεν είναι δική τους ευθύνη, ενώ άλλα ίσως φοβούνται ότι αν υπερασπιστούν το θύμα, θα γίνουν τα επόμενα θύματα. Παράλληλα, η συνεχής έκθεση σε βίαιες εικόνες στα social media μειώνει την ευαισθησία των παιδιών απέναντι στη βία».
Σημαντικό ρόλο για τα παιδιά-«παρατηρητές» φαίνεται πως διαδραματίζει και η κοινωνική αποδοχή. «Οι έφηβοι ειδικά μπορεί να νιώθουν πίεση να συμβαδίσουν με την ομάδα τους και να μη θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με τον θύτη, ενώ επίσης νιώθουν έμμεσα δυνατοί, αφού είναι με το μέρος του θύτη-δυνατού αλλά αποφεύγουν ταυτόχρονα την ευθύνη», εξηγεί η κ. Γιαννοπούλου.
Σε ερώτηση για τον αντίκτυπο στο μέλλον των εν λόγω παιδιών τα οποία συνηθίζουν να μην παρεμβαίνουν σε αδικίες, η ίδια τονίζει πως «είναι πιθανό να αναπτύξουν μια παθητική στάση στη ζωή, να περιμένουν από τους άλλους να διεκδικούν ή να προσπαθούν για ένα καλύτερο μέλλον, να μην υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους ή να γίνουν αδιάφοροι απέναντι σε κοινωνικές αδικίες στην ενήλικη ζωή».
«Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας απαιτεί συνεχή προσπάθεια από εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές και την Πολιτεία»
«Η καταπολέμηση της σχολικής βίας απαιτεί συνολική και πολυεπίπεδη παρέμβαση», απαντά η παιδοψυχολόγος ερωτηθείσα για τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου.
Χαρακτηριστικά, ως εργαλεία για την εξάλειψη του φαινομένου, η κ. Γιαννοπούλου προτείνει προγράμματα πρόληψης στα σχολεία, ενίσχυση της ψυχολογικής υποστήριξης, αλλά και συνεργασία με τους γονείς.
«Θα πρέπει να διδάσκονται μαθήματα ενσυναίσθησης και επίλυσης συγκρούσεων και να εκπαιδεύονται οι μαθητές στο πώς να αντιδρούν σε περιστατικά βίας. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να υπερασπίζονται και να υποστηρίζουν τον αδύναμο. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχει καλύτερη πρόσβαση σε σχολικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς και να δημιουργηθούν ασφαλείς χώροι όπου οι μαθητές θα μπορούν να μιλήσουν. Όσον αφορά τους γονείς, θα μπορούσαν να πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά σεμινάρια γι' αυτούς, ώστε να εντοπίζουν έγκαιρα σημάδια επιθετικότητας ή θυματοποίησης, να υποστηρίζονται οι οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και κυρίως να ενισχυθεί η επικοινωνία γονέα-παιδιού», επισημαίνει.
Παράλληλα, σε ερώτηση για τη συνεισφορά της πλατφόρμας καταγγελιών περιστατικών σχολικής βίας stop-bullying.gov.gr, αλλά και για τις καμπάνιες ευαισθητοποίησης, η ίδια επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα θετικό πρώτο βήμα, αλλά χρειάζεται χρόνος για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματά του.
«Οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης είναι χρήσιμες, αλλά πρέπει να συνοδεύονται από διαρκή εκπαιδευτικά προγράμματα και ψυχολογική στήριξη», προσθέτει.
«Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο η προσέγγιση χρειάζεται να είναι ολιστική και συνεργατική. Είναι συχνό το φαινόμενο να ρίχνουμε ο ένας την ευθύνη στον άλλο πχ το σχολείο στην οικογένεια και το αντίστροφο, το σχολείο στο υπουργείο και το αντίστροφο. Το σημαντικό είναι να υπάρχει διάθεση υποστήριξης και συνεργασίας και προς τους εκπαιδευτικούς και προς τους γονείς και φυσικά προς τα παιδιά. Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας απαιτεί συνεχή προσπάθεια από εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές και την Πολιτεία. Η βία δεν μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με νομοθετικά μέτρα - χρειάζεται μια βαθύτερη αλλαγή στην παιδεία και στην κουλτούρα των σχέσεων μεταξύ των μαθητών», σχολιάζει χαρακτηριστικά.