Γράφει η Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού
Το πρόβλημα της βίαιης παραβατικότητας των ανηλίκων που απασχολεί δικαίως τελευταία πολιτεία, ΜΜΕ και γονείς στη χώρα μας, στην πραγματικότητα αποτελεί έκφανση και προέκταση της βίας των ενηλίκων και της κρίσης αξιών που εκείνοι έχουν δημιουργήσει.Σε αυτά τα πλαίσια δρουν και αντιδρούν οι ανήλικοι, όχι διαφορετικά από τους μεγάλους. Είναι υποκριτικό μια κοινωνία ενηλίκων που δείχνει συχνά να μη σέβεται κανόνες, έννομα αγαθά και την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής να αξιώνει τον σεβασμό στα ανωτέρω από τους ανήλικους.
Το ότι το παράδειγμα «παιδαγωγεί» δεν αποτελεί μια θεωρητική, αφηρημένη θέση των ειδικών. Και η εμπειρική πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι η παραβατική και βίαιη συμπεριφορά μαθαίνεται, ειδικά όταν αυτοί που τη «διδάσκουν» μέσα στην καθημερινότητα είναι τα πρόσωπα που βρίσκονται εκ των πραγμάτων κοντά στα παιδιά και λειτουργούν ως το πρώτο περιβάλλον κοινωνικοποίησης τους. Με απλά λόγια, μαθαίνουν τα παιδιά να συμπεριφέρονται στους γύρω τους σύμφωνα με τον τρόπο που οι γονείς συμπεριφέρονται σε αυτά, που αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, τους δικούς τους γονείς, και γενικότερα τους άλλους. Η υποτίμηση του ετέρου προσώπου (για πλειάδα λόγων), η αδιαφορία απέναντι στους κανόνες, η επιδίωξη συγκρούσεων καθώς και η διαχείριση τους με τη χρήση λεκτικής ή σωματικής βίας με τη λογική «δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου» (η οποία προβάλλεται και επιβραβεύεται ως η στάση ζωής του «νικητή») επηρεάζουν τους ανήλικους ανάλογα.
Επιπλέον, η κουλτούρα ισχύος και βίας έχει σε μεγάλο βαθμό κανονικοποιηθεί και «νομιμοποιηθεί». Εκφράζεται χωρίς κριτικό αντίλογο σχεδόν παντού στην κοινωνία (πολιτική ζωή, κινηματογράφος, τηλεόραση, μουσική, βιντεοπαιχνίδια κλπ), αφήνοντας τους ανήλικους να διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους και πάλι προσαρμοζόμενοι σε όσα βλέπουν. Έχουν δυστυχώς δει το φως της δημοσιότητας υποθέσεις με απεχθείς πράξεις βίας που τέλεσαν ανήλικοι και όταν ρωτήθηκαν γι’αυτές απάντησαν: «Μα έκανα αυτό που είδα στην τηλεόραση». Μια τέτοια απάντηση πρέπει να μας προβληματίσει, όχι στη βάση επιβολής λογοκρισίας και περιστολής της ελευθερίας στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής (που και νέα προβλήματα δημιουργούν, και δεν αποδίδουν έτσι και αλλιώς), αλλά στη βάση προσφοράς εναλλακτικής οπτικής στα πράγματα, με αποδόμηση του αφηγήματος της βίας. Αυτή η αποδόμηση συνίσταται σε διαφορετική ανάγνωση των ανθρωπίνων σχέσεων, με κέντρο όχι την επιβολή με όπλο τη δύναμη, αλλά την καλλιέργεια του αλληλοσεβασμού ως ηθικούπροσανατολισμού.
Η ανάπτυξη υγιούς κριτικής σκέψης είναι και αυτή σημαντική, αφού είναι αναπόφευκτο ότι ο ανήλικος θα εκτεθεί σε αφηγήματα και θέαση βίας σε διάφορα περιβάλλοντα. Πρέπει να έχει ανεπτυγμένα κριτικά αντανακλαστικά, ειδικά όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- που έχουν κεντρικό ρόλο στη ζωή του- παραμορφώνουν την πραγματικότητα, ενώ η κοινωνικοποιήσή του συντελείται μέσα σε ένα διαρκές κυνηγητό των «likes» και της επιβεβαίωσης από την απρόσωπη διαδικτυακή κοινότητα. Η οικογένεια και το σχολείο (σε συνεργασία) έχουν σημαντική ευθύνη να βοηθήσουν το παιδί να αναπτύξει αυτά τα κριτικά αντανακλαστικά και να το καταστήσουν ικανό να διακρίνει το σωστό από το λάθος, πάντα με γνώμονα τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά του.
Σε μια πιο πρακτική διάσταση, κρίνεται αναγκαία η στελέχωση των σχολείων με λειτουργικό αριθμό ειδικών επιστημόνων που μέσα από επαρκείς συνθήκες τέλεσης των καθηκόντων τους θα δύνανται ουσιαστικά να υποστηρίζουν τα παιδιά που είναι ευάλωτα και εμφανίζουν ζητήματα συμπεριφοράς (συχνά αποτέλεσμα προβληματικών καταστάσεων στην οικογένεια).
Κοινωνίες με ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, λειτουργικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και λειτουργική σχέση κράτους-πολίτη (και αντίστροφα) είναι αυτές που εξασφαλίζουν τους καλύτερους όρους για τη δυνατόν μικρότερη έκφραση βίας και παραβατικότητας από τους ανήλικους (και ενηλίκους). Αποτελεί επένδυση ασφάλειας η πολιτεία να προωθεί μέτρα για την επίτευξη μιας δίκαιης κοινωνίας, χωρίς αδιέξοδα, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών και να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μπορούν να αναπτύξουν τα όνειρα και τη δημιουργικότητα τους οι νέοι.
Κομβικό σημείο σε οποιαδήποτε συζήτηση για τη βία των ανηλίκων αποτελεί η ποινική απάντηση εκ μέρους της πολιτείας. Εάν η απάντηση αυτή είναι στείρας τιμωρητικής λογικής, βασισμένης στο «σιδερένιο χέρι» του νόμου, τότε είναι σχεδιασμένη να αποτύχει και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει.Η ποινική αντιμετώπιση πρέπει να βασίζεται σε μιαπροσέγγιση προστασίας/υποστήριξης των θυμάτων (με προγράμματα που θα τα βοηθήσουν στις ανάγκες τους) και ταυτόχρονα δημιουργίας κατάλληλων συνθηκών, ώστε ο ανήλικοςνα κατανοήσει τη ζημία που προκάλεσε, να επιλέξει μια άλλη συμπεριφορά και να αποτελέσει η συνάντηση του με τον ποινικό μηχανισμό πραγματική δυνατότητα και ευκαιρία αλλαγής.
Δεν είναι επιτυχία του ποινικού συστήματος να κλείσει απλά σε ίδρυμα τον ανήλικο για να τον «τιμωρήσει» αυστηρά, και μετά από χρόνια και ο ανήλικος αυτός να επιστρέψει στην κοινωνία με την ίδια ή και χειρότερη συμπεριφορά, την οποία θα συνεχίσει και ως ενήλικας. Κάτι τέτοιο από την άποψη της ασφάλειας και μόνο σημαίνει πως το ποινικό σύστημα έχει αποτύχει και η κοινωνία δεν είναι πιο ασφαλής. Σε διάφορες χώρες του εξωτερικού εδώ και χρόνια η γραμμή αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων είναι προς την κατεύθυνση κατανόησης του εύφορου εδάφους για την εμφάνισή της και σε ποινικά μέτρα και δομές που ευνοούν όρους επανένταξης (π.χ. κοινωφελής εργασία στην κοινότητα, προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης κλπ). Σαφέστατα όταν έχουν τελεστεί σοβαρές πράξεις βίας η πολιτεία οφείλει να δείξει τη μη ανοχή τους, αλλά και πάλι επενδύοντας στην επανένταξη. Γιατί μόνο αυτός ο δρόμος μακροπρόθεσμα εξασφαλίζει μείωση της εγκληματικής δράσης.
Οι απόλυτες και αυστηρές θέσεις ηχούν ελκυστικά σε μια φοβισμένη κοινωνία που θέλει ασφάλεια. Η ασφάλεια όμως είναι οικοδόμημα που χτίζεται με σχέδιο, προσοχή και θέλει θεμέλια γερά, όχι απλά τη δημιουργία εντυπώσεων. Ένα πρόβλημα πολυδιάστατο που δεν δημιουργήθηκε σε μια μέρα, δεν γίνεται να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, με «εύκολες λυσεις», όπως συχνά επιθυμούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για να παρουσιάζουν έργο στους πολίτες-ψηφοφόρους.
*Η Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού είναι Εγκληματολόγος, ειδική σε θέματα ασφάλειας, μελος ερευνητικής ομάδας ΙΤSTIME
