Σε περιορισμένα επίπεδα παραμένει η ψηφιακή ετοιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κάτι που κρατάει χαμηλά την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους, επηρεάζοντας ταυτόχρονα αρνητικά και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν το 99% του συνόλου, με τις πολύ μικρές (έως 10 άτομα προσωπικό) να αντιστοιχούν στο 92,7%.
Πίσω από αυτή την υστέρηση βρίσκονται μια σειρά αιτιών που δυσκολεύουν τις βιοτέχνες και δη τις μικρές και πολύ μικρές να επενδύσουν προς αυτή την κατεύθυνση, ωστόσο κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι σε αρκετές περιπτώσεις η απουσία σχετικής κουλτούρας για τη σημασία του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Ενδεικτικά είναι τα ευρήματα του πρόσφατου δίμηνου Οικονομικού Βαρομέτρου του ΒΕΘ, σύμφωνα με το οποίο τέσσερις στις δέκα βιοτεχνίες της Θεσσαλονίκης, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να επενδύσουν σε νέα ψηφιακά εργαλεία, καθώς οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι βάζουν φρένο προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ τρεις στις δέκα δεν διαθέτουν την απαραίτητη ενημέρωση και τις τεχνικές γνώσεις.
Μάλιστα παρά το γεγονός πως το 66% των συμμετεχόντων απάντησε πως οι επιχειρήσεις τους επενδύουν στις νέες τεχνολογίες εντούτοις το 54,5% από αυτούς που επένδυσαν είπε πως το ποσό που κατευθύνθηκε την τελευταία διετία για τεχνολογική αναβάθμιση από τις επιχειρήσεις τους ήταν από 1.000 έως 5.000 ευρώ, το 12,2% από 5.000 έως 10.000 ευρώ, το 14,4% από 10.000 έως 20.000 ευρώ, ενώ των 20.000 ευρώ το 18,9%. Αντιλαμβανόμαστε πως για τη μερίδα του λέοντος όσων επενδύουν σε νέα ψηφιακά εργαλεία τα ποσά που δαπανώνται είναι ιδιαιτέρως χαμηλά.
Ωστόσο αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι πως ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί, αναμφίβολα να επιτρέψει στις ΜμΕ να βελτιώσουν τις επιδόσεις, την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα, την ικανοποίηση των πελατών και το μερίδιο αγοράς τους, καθώς και να μειώσουν το κόστος, τους κινδύνους αλλά και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί επίσης να βοηθήσει τις ΜμΕ να ξεπεράσουν ορισμένους από τους περιορισμούς που σχετίζονται με το μέγεθος που αντιμετωπίζουν, όπως η πρόσβαση σε αγορές, πελάτες, προμηθευτές, συνεργάτες και ταλέντα. Ωστόσο, το ταξίδι προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό εμπεριέχει παράλληλα και σημαντικές προκλήσεις και δυσκολίες. Μεταξύ αυτών είναι:
- Το υψηλό αρχικό κόστος, αλλά και το κόστος συντήρησης των ψηφιακών τεχνολογιών και υποδομών, το οποίο μπορεί να μην είναι προσιτό ή κερδοφόρο για ΜμΕ με περιορισμένους πόρους και κλίμακα.
- Η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων μεταξύ του εργατικού δυναμικού, της διοίκησης και της ηγεσίας, που μπορεί να εμποδίσει την υιοθέτηση, την ενσωμάτωση και την εκμετάλλευση ψηφιακών τεχνολογιών και λύσεων.
- Η χαμηλή ευαισθητοποίηση και κατανόηση των πιθανών ωφελειών, ευκαιριών και κινδύνων του ψηφιακού μετασχηματισμού, καθώς και των διαθέσιμων εργαλείων, πλατφορμών και υπηρεσιών υποστήριξης.
- Οι ενδεχόμενες απειλές στον κυβερνοχώρο και ζητήματα προστασίας δεδομένων, τα οποία μπορεί να εκθέσουν τις ΜμΕ σε απάτη, κλοπή, διαρροή ή κακή χρήση των ευαίσθητων πληροφοριών και των περιουσιακών τους στοιχείων.
Ως εκ τούτου, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ΜμΕ, απαιτείται ένα συντονισμένο και συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής, το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις αλλά και τα πιθανά εμπόδια, καθώς και να αξιοποιήσει διάφορες ευκαιρίες και κίνητρα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην πορεία τους για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Επιπρόσθετα απαιτούνται κονδύλια και επιδοτήσεις από την πολιτεία που θα μπορούν να συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση καθώς και εξειδικευμένα εργαλεία ώστε οι βιοτέχνες να μπορέσουν να περάσουν στην επόμενη ημέρα, με μεγαλύτερη αισιοδοξία, όντας περισσότερο ανταγωνιστικές και με περισσότερα εφόδια.
*Ο Μάριος Παπαδόπουλος είναι πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ)
