Το καίριο ζήτημα της διεκδίκησης του 13ου - 14ου μισθού κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όταν οι εργάτες του τυπογραφείου της Διοίκησης ζητούν «ολίγα γρόσια», ώστε να περάσουν τις γιορτές του Πάσχα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, οι πρώτοι που λαμβάνουν τον 13ο μισθό είναι οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, το 1926, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ρυθμίζεται οριστικά η καταβολή των δώρων και συνεχίζεται μέχρι τον Αύγουστο του 2009, όταν το ΔΝΤ προτείνει την κατάργησή τους εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών που προκύπτουν.
Το 2010 μειώνονται κατά 30%, το 2011 αντικαθίστανται με ένα επίδομα των 500 ευρώ και το 2012 καταργούνται ολοσχερώς όλα τα επιδόματα μισθών του δημοσίου, ενώ παραμένουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα λόγω των χαμηλών εισοδημάτων τους.
Μελέτες έχουν δείξει πως το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών των εργαζομένων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα προορίζεται για την εγχώρια αγορά, ενισχύοντας την κατανάλωση. Η τόνωση της αγοράς και της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας συνιστά απαραίτητη αρωγή προς το κράτος, λαμβάνοντας έσοδα μέσω του ΦΠΑ και άλλους φόρους που πληρώνουν οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, οι μικρές επιχειρήσεις θα αποφύγουν τον κίνδυνο του «λουκέτου», συντελώντας μακροπρόθεσμα στην αύξηση ζήτησης προσωπικού σε μικρές αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Τα δώρα θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι των συνολικών αποδοχών των εργαζομένων και των συνταξιούχων και όχι δωρεά ή φιλοδώρημα.
Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μη επαναφορά των δώρων είναι αντίθετη με τη σύγχρονη δεοντολογία των ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίες επιτάσσουν την ίση μεταχείριση όλων των εργαζομένων.
Σ’ αυτό, λοιπόν, το κλίμα, κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ, τον Σεπτέμβριο του 2018, με Πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα και με αξιωματική αντιπολίτευση τη Νέα Δημοκρατία με τον κ, Κυριάκο Μητσοτάκη, διατύπωσα δέκα προτάσεις ως Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Εμπόρων του Νομού Θεσσαλονίκης, συμπεριλαμβανομένης της επαναφοράς του 13ου - 14ου μισθού. Επίσης, τόνισα την αναγκαιότητα για αύξηση του κατώτατου μισθού, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Θεωρούμε, επιπλέον, απαραίτητη την επιλογή των ενσήμων σε κλίμακες από τον εργοδότη και να μην είναι αναλογικά, συμβαδίζοντας με αυτόν τον τρόπο με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και δημιουργώντας οικονομική ελάφρυνση και κίνητρα για όλους τους επιχειρηματίες.
Αυτές οι προτάσεις συζητήθηκαν και στην Αθήνα, με αποτέλεσμα πέντε χρόνια αργότερα να είναι γεγονός η αύξηση του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα, ενώ εδώ και μερικούς μήνες πραγματοποιούνται τα πρώτα βήματα και στο Δημόσιο.
Πλέον, βρισκόμαστε σε σημείο έντονων συζητήσεων για όλα αυτά τα ζητήματα, με επίκεντρο την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, σε αντίθεση με παλαιότερες χρονιές, όπου παρατηρούνταν έλλειψη και αδυναμία υπεράσπισης αυτών των προτάσεων. Δεν λείπουν, βέβαια, οι περιπτώσεις οικειοποίησης των διεκδικήσεων προς όφελος ορισμένων, για την εξυπηρέτηση δικών τους σκοπών. Απαιτείται, λοιπόν, η άμεση διευθέτηση τέτοιου είδους θεμάτων, προκειμένου να δοθεί έναυσμα στην προώθηση μιας δίκαιης και ασφαλούς διαμόρφωσης στον επαγγελματικό χώρο αλλά και στον ανθρώπινο παράγοντα. Συνεπώς, ευελπιστώ οι εξελίξεις να είναι άμεσες και θετικές.
Ο Κωνσταντίνος Ιακώβου είναι πρόεδρος της Ένωσης Καπνοπωλών, Ψιλικών και Περιπτέρων Μακεδονίας, πρώην Αντιδήμαρχος Καθαριότητας, Ανακύκλωσης και Μηχανικών Μέσων του Δήμου Θεσσαλονίκης και πρώην Οικονομικός Επόπτης του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης
