Παρακολουθώντας τον διάλογο που άνοιξε μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, παρατηρώ ότι οι περισσότεροι, μην πω όλοι, έμειναν στα πρώτα δύο (πολύ σημαντικά, πράγματι για μεγάλο κομμάτι των συμπολιτών μας) και άφησαν πίσω και σχεδόν ασχολίαστο το μέτρο που αφορά στην αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), κατά 500 εκατ. ευρώ, κάθε χρόνο.
Αυτή η υπεραπόδοση της Ελληνικής Οικονομίας ήταν συνδυασμός υπαραπόδοσης σε διαφορετικούς τομείς. Αλλά μάλλον δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως...
Και εξηγούμαι.
Στη Συνέντευξη Τύπου προχθές, ο Αν. Υπουργός κ. Παπαθανάσης, ενώ μίλησε για την αύξηση των Κονδυλίων για το ΠΔΕ, δεν δέχτηκε μετά, καμία απολύτως ερώτηση σχετικά.
Κι όμως. Οι επενδύσεις, από το 2019 και μετά, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, ήταν αυτές οι οποίες σήκωσαν τη Χώρα ψηλά και τα νούμερά της.
Με την πολιτική κοντά στον ιδιωτικό Τομέα που εφάρμοσε η Κυβέρνηση, τις μειώσεις των Φόρων και παρέχοντας πληθώρα Χρηματοδοτικών Εργαλείων (ο νέος Αναπτυξιακός είναι σε διαβούλευση ήδη), το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τα Προγράμματα μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας, ο ιδιωτικός τομέας, προχώρησε σε επενδύσεις, βάζοντας φυσικά και τη δική του συμμετοχή.
Αυτά, δεν θα μπορούσαν να συμβούν, εάν δεν είχε ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στη Χώρα και στην Κυβέρνηση από το Εξωτερικό, αλλά και από το Εσωτερικό.
Και ερχόμαστε τώρα στο αποτύπωμα μέχρι τον τελευταίο Πολίτη από όλα τα προηγούμενα.
Για να μπορέσει ένα Κράτος, να προχωρήσει σε μέτρα προς όφελος των Πολιτών, χωρίς να προσφύγει στις αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος που μας έφτασαν στη χρεωκοπία (δανεισμό χωρίς τέλος και προγραμματισμό), πρέπει να έχει έσοδα. Και τα έσοδα προέρχονται από την απόδοση της Οικονομίας, της Ιδιωτικής Οικονομίας.
Έτσι λοιπόν, όταν υλοποιείται μια επένδυση, είτε επιδοτούμενη (με συμμετοχή και του επενδυτή πάντα) είτε αυτοχρηματοδοτούμενη, ξεκινάει όλη η αλυσίδα αξίας της Οικονομίας.
Η επένδυση αυτή θα υλοποιηθεί, από εγχώριους προμηθευτές κυρίως. Από Μηχανικούς, Οικονομικούς Συμβούλους, Νομικούς αρχικά και στη συνέχεια θα κατασκευαστεί με ντόπια υλικά, από εργαζόμενους εδώ. Στη συνέχεια, στην επένδυση, εγκατάσταση, εργοστάσιο, ξενοδοχείο, εταιρεία Logistics, γενικά επιχείρηση, θα απασχοληθούν συμπολίτες μας που είτε άλλαξαν δουλειά είτε δεν είχαν καν δουλειά (πως έπεσε νομίζετε τόσο χαμηλά η ανεργία).
Όλοι αυτοί, προμηθευτές και εργαζόμενοι, αμειβόμενοι, θα δημιουργήσουν εισόδημα, θα πάει σε κατανάλωση, θα φορολογηθεί, θα δημιουργήσει άλλο εισόδημα και ούτω καθεξής.
Έτσι, το Κράτος, με χαμηλότερους Φορολογικούς Συντελεστές, θα έχει υψηλότερα έσοδα και έτσι θα μπορέσει να επιστρέψει αυτό το μέρισμα στους πολίτες και ειδικά στους πιο αδύναμους.
Και μη ξεχνάμε και το θετικό ψυχολογικό αποτύπωμα από όλα αυτά. Όταν ένας άνθρωπος έχει δουλειά, εισόδημα, αισθάνεται ότι προσφέρει, πρώτα από όλα στον ίδιο και την οικογένεια του, είναι χρήσιμος. Στέκεται στα πόδια του και θέλει να προοδεύσει. Σκεφτείτε ότι οι επιχειρήσεις, πια, ψάχνουν και δεν βρίσκουν εργαζόμενους και μάλιστα με αποδοχές πολύ υψηλότερες του κατώτατου μισθού. Για αυτό ανεβαίνει ο μέσος μισθός και θα ανέβει περισσότερο. Όχι μόνο λόγω της αύξησης του κατώτατου, αλλά λόγω της αύξησης του πραγματικού.
Όλα αυτά όμως ξεκίνησαν, από την φιλο-επενδυτική πολιτική της Κυβέρνησης. Από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στη Χώρα. Από το σωστό προγραμματισμό των Χρηματοδοτικών Εργαλείων που κάνουν χρήση οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις.
Σκεφτείτε λοιπόν, αυτά τα 500 εκατ. ευρώ παραπάνω στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων κάθε χρόνο, τι αποτέλεσμα θα έχουν στη Οικονομία και στους Πολίτες.
*Ο Ιωάννης Γ. Ρουκάς είναι Οικονομολόγος
