Ο Τραμπ τραβά «φρένο» στους δασμούς κατά του Πεκίνου - Ποιος έχει το «πάνω χέρι» ΗΠΑ ή Κίνα;

Εισαγωγή
Ο Ντόναλντ Τραμπ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να βάλει τέλος στη μακρόχρονη σύγκρουση δασμών ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα, μια κόντρα που είχε προκαλέσει αναστάτωση στις διεθνείς αγορές. 
Χωρίς Διαφημίσεις
0
Συγγραφέας - Εμφάνιση στην Αρχική
1
Body

«Δεν θέλω να αυξήσω τους δασμούς γιατί, από ένα σημείο και μετά, οι άνθρωποι σταματούν να αγοράζουν», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με το Reuters.

«Μπορεί να μην θέλω να τους αυξήσω ή να μην θέλω καν να τους φτάσω σε εκείνο το επίπεδο. Μπορεί να θέλω να τους μειώσω, γιατί, ξέρετε, θέλεις οι άνθρωποι να αγοράζουν, και όταν το παρακάνεις, σταματούν να αγοράζουν», συμπλήρωσε.

Με αυτές του τις δηλώσεις, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος φάνηκε λιγότερο πρόθυμος να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις δασμών προς τρίτες χώρες, κυρίως μετά τις αρνητικές αντιδράσεις των αγορών έπειτα από την εφαρμογή των προηγούμενων μέτρων, στις 2 Απριλίου.

Υπενθυμίζεται ότι ο Τραμπ είχε επιβάλει δασμούς 10% σε μεγάλο μέρος των εισαγόμενων αγαθών, ωστόσο αποφάσισε να αναβάλει την επιβολή υψηλότερων επιβαρύνσεων, ενόψει πιθανών συνομιλιών. Παρά ταύτα, προχώρησε σε σημαντική αύξηση των δασμών για τα κινεζικά προϊόντα, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό στο 145%, ως απάντηση στις κινήσεις του Πεκίνου.

Η αντίδραση της Κίνας δεν άργησε, αν και εμφανίστηκε μετριοπαθής: σε πρόσφατη δήλωσή της, η κυβέρνηση ανέφερε ότι «δεν θα απαντήσει» με ένα «παιχνίδι αριθμών» στους δασμούς, δείχνοντας πρόθεση να μην κλιμακώσει περαιτέρω τη διαμάχη.

Την Πέμπτη ο Τραμπ είπε ότι περιμένει μια συμφωνία με την Κίνα «μέσα στις επόμενες τρεις με τέσσερις εβδομάδες», που θα σημάνει τη λήξη του κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. «Πιστεύω ότι θα έχουμε μια συμφωνία με την Κίνα», είπε ενώ υπέγραφε εκτελεστικά διατάγματα στο Οβάλ Γραφείο. «Νομίζω ότι έχουμε μπόλικο χρόνο».

Διαφαίνεται συμφωνία ΗΠΑ–Κίνας στον ορίζοντα;

 

Αν και από το Πεκίνο δεν υπάρχει επίσημη τοποθέτηση σχετικά με το αν πλησιάζει μια εμπορική συμφωνία, ο Ντόναλντ Τραμπ αποφεύγει να σχολιάσει αν υπήρξε κάποια πρωτοβουλία από τον Σι Τζινπίνγκ.

Πρόκειται για την πρώτη φορά που φαίνεται να ανοίγει ένα «παράθυρο» για συμφωνία ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, μετά την απόφαση του Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα μέχρι και 245%, όπως αναφέρει το Business Insider.

«Είναι ένα παιχνίδι του ποιος θα υπαναχωρήσει πρώτος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Η Κίνα θεωρεί ότι έχει όλα τα χαρτιά για να συνεχίσει να αντιστέκεται και ο Τραμπ πιστεύει ότι έχει την ισχύ, επειδή καταναλώνουμε περισσότερο από την Κίνα. Ισχύουν αμφότερα και θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς θα διαμορφωθεί στο τέλος η κατάσταση», δήλωσε ο Νικ Βάιας, διευθυντής του «USC Marshall's Randall R. Kendrick Global Supply Chain Institute».

Έχει η Κίνα το πλεονέκτημα απέναντι στον Τραμπ;

 

Σύμφωνα με αναλυτές, το Πεκίνο φαίνεται να διαθέτει περισσότερο χρόνο και περισσότερα μέσα πίεσης απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο. Ο Άντριου Κόλερ από το Harvard Kennedy School εξηγεί: «Ο Σι Τζινπίνγκ μπορεί να κάνει δύσκολη τη ζωή για ορισμένες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας και για αγρότες στις μεσοδυτικές ΗΠΑ, αλλά το πλήγμα στην Κίνα από τις ΗΠΑ μπορεί να είναι χειρότερο. Από την άλλη, η πολιτική πίεση στον Τραμπ σε μια δημοκρατία πιθανώς να είναι πολύ υψηλότερη όταν συνειδητοποιήσει ο κόσμος σε πόσο κακή κατάσταση είναι η οικονομία και οι αγορές. Για την Κίνα είναι πλεονέκτημα εν προκειμένω το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης».

Ο ίδιος προσθέτει ότι η θητεία του Τραμπ έχει ορίζοντα τετραετίας, σε αντίθεση με τον Σι Τζινπίνγκ που, όντας απαλλαγμένος από εκλογικές σκοπιμότητες, μπορεί να αντέξει περισσότερο σε μια μακροχρόνια διαμάχη: «η μάχη μπορεί να διαρκέσει πολύ».

Ο Νικ Βάιας υπογραμμίζει ακόμα ότι το Πεκίνο διατηρεί ηγετικό ρόλο στους τομείς των ηλεκτρικών οχημάτων και των σπάνιων γαιών, κάτι που ενδέχεται να επηρεάσει την αμερικανική αμυντική βιομηχανία και τις φιλοδοξίες των ΗΠΑ στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, σε περίπτωση πλήρους διακοπής της προμήθειας.

ΗΠΑ και Κίνα αναζητούν συμμάχους

 

Καθώς η Ουάσιγκτον ενισχύει τις πιέσεις στο διεθνές εμπόριο, το Πεκίνο επιχειρεί να αξιοποιήσει μια «διπλωματική ευκαιρία» μέσω μιας πιο ελκυστικής στρατηγικής, σύμφωνα με την Ιλάρια Ματζόκο του CSIS: «Οι συζητήσεις μεταξύ ΕΕ και Κίνας φαίνεται να διεξάγονται σε ηπιότερο κλίμα. Στο Πεκίνο ελπίζουν ότι δείχνοντας ότι είναι πιο σταθερό, αξιόπιστος εμπορικός και παγκόσμιος εταίρος, άλλες χώρες θα καθησυχαστούν και έτσι η Κίνα θα βελτιώσεις τις διεθνείς σχέσεις της, π.χ. με την ΕΕ, όπου υπήρχαν πολλές εντάσεις».

Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Ισπανού πρωθυπουργού στο Πεκίνο, ο Σι Τζινπίνγκ εγκαινίασε περιοδεία στη Νοτιοανατολική Ασία για να επιδιώξει νέες εμπορικές συνεργασίες και επενδύσεις σε υποδομές.

Παράλληλα, Ευρωπαίοι ηγέτες σχεδιάζουν να επισκεφθούν το Πεκίνο στο τέλος Ιουλίου για μια σύνοδο κορυφής με τον Κινέζο πρόεδρο, η οποία, σύμφωνα με τη Ματζόκο, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από το Πεκίνο για να αναγνωρίσει ότι αντιμετωπίζει διαρθρωτικό πρόβλημα υπερπαραγωγής και να αναλάβει δεσμεύσεις για την επίλυσή του. Η ίδια επισημαίνει ωστόσο ότι οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας δύσκολα θα στραφούν εξ ολοκλήρου προς την Κίνα, αφού η εγχώρια κατανάλωση δεν επαρκεί για να στηρίξει μεγάλες εισαγωγές.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι ΗΠΑ εντείνουν τον διάλογο με Ευρωπαίους ηγέτες, με τον Τραμπ να εκφράζει αισιοδοξία για το μέλλον των σχέσεων Ουάσιγκτον–Βρυξελλών: «100% συμφωνία» μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ «κάποια στιγμή».

Οι κινήσεις Τραμπ προκαλούν αβεβαιότητα

 

Η Ιλάρια Ματζόκο εκτιμά ότι η απρόβλεπτη πολιτική του Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την επίτευξη συμφωνιών και ενδέχεται να οδηγήσει σε αποστασιοποίηση από πλευράς συμμάχων:

«Φαίνεται να κατανοούμε ότι μέρος του στόχου είναι η εκμαίευση παραχωρήσεων από εμπορικούς εταίρους και αυτές οι παραχωρήσεις μπορεί να είναι οικονομικές ή να σχετίζονται με την άμυνα, αλλά δεν βοηθά η μεταβλητότητα. Είναι πραγματικά επικίνδυνο, επειδή μπορεί να υπονομεύσει το επιχειρηματικό κλίμα παγκοσμίως και θα μπορούσε επίσης μακροπρόθεσμα να δώσει κίνητρα στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να εξαρτώνται λιγότερο από τις ΗΠΑ, διπλωματικά και εμπορικά».

Financial Times: Η Κίνα «παγώνει» τις αγορές LNG από τις ΗΠΑ

 

Οι εισαγωγές αμερικανικού LNG στην Κίνα έχουν «παγώσει» τελείως την αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, για περισσότερες από 10 εβδομάδες, σύμφωνα με ναυτιλιακά στοιχεία που δείχνουν πώς ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος έχει επεκταθεί στην ενεργειακή συνεργασία. 

Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, από τις 6 Φεβρουαρίου, όπου ένα δεξαμενόπλοιο υγροποιημένου φυσικού αερίου 69.000 τόνων από το Κόρπους Κρίστι του Τέξας έφτασε στη νότια επαρχία Φουτζιάν, δεν υπήρξαν άλλες μεταφορές μεταξύ των δύο χωρών. 

Το πάγωμα του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι μια επανάληψη του αποκλεισμού των εισαγωγών που διήρκεσε για περισσότερο από ένα έτος, κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Αλλά ο αντίκτυπος της αντιπαράθεσης έχει δυνητικά εκτεταμένες επιπτώσεις, ενισχύοντας την ενεργειακή σχέση της Κίνας με τη Ρωσία και εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την τεράστια επέκταση των τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ και το Μεξικό.

«Θα υπάρξουν μακροπρόθεσμες συνέπειες», δήλωσε η Ανν-Σοφί Κορμπό, ειδική σε θέματα φυσικού αερίου στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια. «Δεν νομίζω ότι οι Κινέζοι εισαγωγείς ΥΦΑ θα συνάψουν ποτέ συμβόλαια για νέο αμερικανικό ΥΦΑ».

Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Κίνα εισήγαγε σχετικά μικρό ποσοστό του ΥΦΑ από τις ΗΠΑ, με τους Κινέζους αγοραστές να προτιμούν να μεταπωλούν το αέριο στην Ευρώπη με κέρδος. Πέρυσι, μόνο το 6% του ΥΦΑ της Κίνας προήλθε από τις ΗΠΑ, από το μέγιστο ποσοστό του 11% το 2021. 

Ωστόσο, κινεζικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των PetroChina και Sinopec, έχουν υπογράψει 13 μακροπρόθεσμες συμβάσεις για την αγορά LNG από αμερικανικούς τερματικούς σταθμούς, ορισμένες από τις οποίες διαρκούν έως το 2049, σύμφωνα με στοιχεία της Kpler. 

Οι χώρες με τις μεγαλύτερες εισαγωγές αμερικανικού LNG
Γαλλία: 14.8%
Ηνωμένο Βασίλειο: 12%
Ισπανία: 11%
Ολλανδία: 9,8%
Νότια Κορέα: 7,6%
Τουρκία: 5%
Πολωνία: 3,3%
Ινδία: 3,2%
 

Πηγή Φωτογραφίας
Shutterstock
Κεντρική Φωτογραφία
Κατηγορία
Υπέρτιτλος να είναι στον τίτλο
0