Η Ρωσία εξαπέλυσε πυραυλική επίθεση κατά της βορειοανατολικής ουκρανικής πόλης την Κυριακή των Βαΐων, στις 13 Απριλίου, σκοτώνοντας 35 ανθρώπους και τραυματίζοντας 119. Επρόκειτο για μία από τις φονικότερες επιθέσεις εναντίον του Σούμι από την έναρξη του πολέμου πλήρους κλίμακας.
Ο Καναδάς, που ασκεί την προεδρία της G7, φέρεται να ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη ότι η δήλωση δεν μπορούσε να υιοθετηθεί χωρίς την αμερικανική στήριξη. Σύμφωνα με το Bloomberg, το κείμενο της δήλωσης θα χαρακτήριζε την επίθεση απόδειξη της αποφασιστικότητας της Μόσχας να συνεχίσει τον πόλεμο.
Ευρωπαίοι ηγέτες χαρακτήρισαν την επίθεση έγκλημα πολέμου, ωστόσο ο Ντόναλντ Τραμπ υιοθέτησε ηπιότερη ρητορική, λέγοντας πως επρόκειτο για «τρομερό» χτύπημα, πιθανότατα «κατά λάθος», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, εξέφρασε συλλυπητήρια στα θύματα της «τρομακτικής ρωσικής πυραυλικής επίθεσης στο Σούμι», χωρίς ωστόσο να καλέσει σε αυξημένη πίεση κατά της Ρωσίας.
Η στάση αυτή αποτελεί ακόμη ένα βήμα της Ουάσιγκτον που απειλεί την ενότητα της G7 ως προς τη στάση της απέναντι στη Ρωσία και την Ουκρανία.
Προηγουμένως, η κυβέρνηση Τραμπ είχε μπλοκάρει κοινή δήλωση για την τρίτη επέτειο του πολέμου και άσκησε βέτο στη δημιουργία ειδικής ομάδας παρακολούθησης του ρωσικού «σκιώδους στόλου» πετρελαιοφόρων.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο, ο Τραμπ έχει αλλάξει ριζικά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ως προς τον πόλεμο, επιδιώκοντας άμεση επαφή με τη Μόσχα και ασκώντας πίεση στο Κίεβο, μέσω προσωρινής διακοπής κρίσιμης στρατιωτικής βοήθειας.
Παρά τις δεσμεύσεις του για γρήγορη κατάπαυση του πυρός, οι συνομιλίες έχουν βαλτώσει, καθώς η Μόσχα απορρίπτει την πρόταση για 30ήμερη εκεχειρία που υποστηρίζουν Ουάσιγκτον και Κίεβο. Μέχρι στιγμής, ο Τραμπ δεν έχει προβεί σε ενέργειες περαιτέρω πίεσης κατά της Ρωσίας.
