Επενδυτική βαθμίδα: Τι σημαίνει για οικονομία και ΧΑ - Αναλυτές του Liberal εξηγούν

Εισαγωγή
Στην επενδυτική βαθμίδα αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο η Moody’s, ο τελευταίος από τους κορυφαίους διεθνείς οίκους που είχε κρατήσει την οικονομία κάτω από αυτήν. Πρόκειται για μία σημαντική κίνηση που σηματοδοτεί την οριστική αλλαγή σελίδας για τη χώρα. Οι αναλυτές Μάνος Χατζηδάκης, Μαίρη Βενέτη και Σπύρος Αλεξόπουλος εξηγούν τι φέρνει η αναβάθμιση στην οικονομία και το Χρηματιστήριο.
Χωρίς Διαφημίσεις
0
Συγγραφέας - Εμφάνιση στην Αρχική
1
Body

Σπύρος Αλεξόπουλος, χρηματιστής, σύμβουλος επενδύσεων, συνδεδεμένος αντιπρόσωπος Fast Finance Α.Ε.Π.Ε.Υ.

 

«Έπεσε και το τελευταίο κάστρο. Ο διεθνής οίκος Moody’s ανακοίνωσε πριν από λίγη ώρα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας κατά ένα σκαλοπάτι, κάτι που σημαίνει πως όλοι πλέον οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης κατατάσσουν τη χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα. Η κίνηση του οίκου αξιολόγησης είναι πολύ σημαντική, γιατί θεωρείται ο πιο «αυστηρός» απέναντι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και μέχρι τώρα δίσταζε να προχωρήσει σε αυτή την αναβάθμιση επικαλούμενος κυρίως τον προβληματισμό του ως προς την μεταρρυθμιστική πρόοδο σε διάφορους σημαντικούς τομείς στην χώρα.

Πέρα από την συμβολική σημασία, πρακτικά αυτή η αναβάθμιση σημαίνει πως λύνονται πλέον τα χέρια των διεθνών διαχειριστών κεφαλαίων, οι οποίοι δεν αγόραζαν μέχρι τώρα ελληνικά κρατικά ομόλογα και ελληνικές μετοχές περιμένοντας την Moody’s να ολοκληρώσει την επιστροφή της Ελλάδας στο κλαμπ των αξιόχρεων κρατών. Πιθανότατα, αυτό θα αυξήσει την ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα και τις ελληνικές μετοχές, βελτιώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση στην ελληνική κεφαλαιαγορά και μειώνοντας το κόστος δανεισμού της Ελλάδας σε σχέση με το κόστος δανεισμού των πιο ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών.

Γενικά, οι συνέπειες θα είναι θετικές για την ελληνική οικονομία και η αναβάθμιση θα μειώσει στο ελάχιστο τους δισταγμούς όσων σκέφτονται να επενδύσουν με κάποιον τρόπο στην Ελλάδα αλλά ακόμα έχουν στο μυαλό τους τις περιπέτειες της προηγούμενης δεκαετίας. Μιλώντας πιο ειδικά, δεν αποκλείεται αυτή η κίνηση της Moody’s να επισπεύσει τις αποφάσεις των διεθνών οίκων για την μετάταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την κατηγορία των αναδυόμενων αγορών σε αυτή των ανεπτυγμένων. Παρά το γεγονός πως πρόκειται για μία διαδικασία που θα ολοκληρωθεί σε διάστημα αρκετών μηνών από την επίσημη ανακοίνωση για την επιστροφή του ΧΑ στις ανεπτυγμένες αγορές, είναι βέβαιο πως θα επηρεάσει άμεσα την συμπεριφορά των επενδυτών.

Ανεξάρτητα από την άμεση αντίδραση της αγοράς στα νέα της αναβάθμισης και την πιθανή εκδήλωση πωλήσεων από όσους είχαν εκτιμήσει σωστά τις προθέσεις του οίκου αξιολόγησης, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως πρόκειται για μία θετική εξέλιξη για την οικονομία και για τα ελληνικά επενδυτικά assets».

Μαίρη Βενέτη, επενδυτική σύμβουλος και διαχειρίστρια

 

«Tην προηγούμενη Παρασκευή η DBRS επιβράβευσε την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η οποία αποτυπώνεται στην σταθερή υπεραπόδοση της Ελλάδας σε σχέση με τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωζώνης, αναβαθμίζοντας τη χώρα μας ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά στην επενδυτική βαθμίδα.

Η σκυτάλη πέρασε στη Moody’s, ενώ ακολουθεί η S&P στις 18 Απριλίου και η Fitch στις 16 Μαΐου.

Η Moody’s ανακοίνωσε επιτέλους ότι αναβαθμίζει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα , κάτι που έχει τεράστια σημασία, καθότι ο συγκεκριμένος οίκος δεν ήταν απλά το τελευταίο «οχυρό» για το αξιόχρεο της χώρας μας, αλλά και το πιο δύσκολο.

Η Moody’s είναι ο παραδοσιακά πιο συντηρητικός ξένος οίκος και ως εκ τούτου η επενδυτική βαθμίδα από τον συγκεκριμένο οίκο έχει μεγάλο ειδικό βάρος για την επενδυτική κοινότητα.

Η Μoody’s στις προηγούμενες εκθέσεις είχε επισημάνει τη ραγδαία βελτίωση των πρωτογενών πλεονασμάτων της Ελλάδας, παρά τις αναταράξεις της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, όμως δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, του μικρού μεγέθους της οικονομίας μας και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν μας είχε δώσει την επενδυτική βαθμίδα.

Με την αναβάθμιση που ανακοίνωσε την Παρασκευή το βράδυ σημαίνει ότι δίνει ψήφο εμπιστοσύνης πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να είναι προσανατολισμένη στη μείωση του χρέους προχωρώντας στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και διατηρώντας τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις.

Αυτή η ψήφος εμπιστοσύνης έχει βαρύνουσα σημασία για το πιο συντηρητικό κομμάτι της επενδυτικής κοινότητας, το οποίο θα βάλει ξανά στο οπτικό του πεδίο τα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές.

Ανεξαρτήτως λοιπόν αν η «είδηση» προκαλέσει κάποια κατοχύρωση κερδών για τους «γρήγορους» που είχαν «παίξει» το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας, σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο θα αποτυπωθεί θετικά στη συμμετοχή των ξένων στο ΧΑ και στις αποτιμήσεις των εισηγμένων, ενώ την ίδια στιγμή θα αποτελέσει σημαντική υποστηρικτική δύναμη για τα ομόλογά μας».


Μάνος Χατζηδάκης, υπεύθυνος τμήματος ανάλυσης Beta ΑΧΕΠΕΥ

 

«Το προφανές όφελος της αναβάθμισης έχει να κάνει με το κόστος δανεισμού. Αφενός τα ελληνικά ομόλογα πλέον διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στο ενδιαφέρον των διεθνών κεφαλαίων που εστιάζουν σε αγορές με επενδυτικό αξιόχρεο, αφετέρου η ωφέλεια αυτή μεταφέρεται και στις επιχειρήσεις. Για το κρατικό χρέος το κόστος εξυπηρέτησης σε συνδυασμό με την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού μπορεί σταδιακά να μειωθεί. Για το 2025 οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας είναι 15,3 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 4,75 δισ. ευρώ αφορούν τόκους. Οι νέες εκδόσεις ομολόγων θα καλύψουν φέτος 8 δισ. ευρώ ενώ από το 2026 έως το 2028 οι αναχρηματοδοτήσεις και οι νέες εκδόσεις θα κινηθούν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (9-13 δισ. ευρώ) βάση του προγραμματισμού του ΟΔΔΗΧ. Επομένως η χρονική στιγμή είναι εξαιρετικά υποστηρικτική για τα δημόσια οικονομικά.

Περισσότερο ωφελημένος είναι ο τραπεζικός κλάδος καθώς η εξέλιξη αυτή θα δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στην αναχρηματοδότηση ακριβότερων εκδόσεων που οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες βάση των ρυθμιστικών τους απαιτήσεων να διατηρούν στα εποπτικά τους κεφάλαια. Το ύψος των τόκων που οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατέγραψαν ως έξοδο από αυτού του τύπου τις ομολογίες στο δ’ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε 270 εκατ. ευρώ επομένως από την αναγωγή στο έτος προκύπτει συνολική επιβάρυνση άνω του 1 δισ. ευρώ. Σταδιακά θα δούμε το μέγεθος αυτό να μειώνεται καθώς οι τράπεζες σε ένα περιβάλλον μεγαλύτερης ρευστότητας θα μειώσουν το χρηματοδοτικό τους κόστος βελτιώνοντας παράλληλα την οργανική τους κερδοφορία.

Κάτι ανάλογο αλλά σε μικρότερη κλίμακα θα συμβεί και στις επιχειρήσεις, οι οποίες θα ωφεληθούν και έμμεσα από την δυνατότητα των τραπεζών να δώσουν δάνεια με χαμηλότερο επιτόκιο χωρίς να μειώσουν τα spreads δανεισμού. Όσες εταιρίες έχουν διεθνή ομόλογα θα τύχουν καλύτερης τιμολόγησης του ρίσκου τους από τις αγορές δεδομένης της παρουσίας τους σε μια χώρα με επενδυτικό αξιόχρεο. Τέλος για το Χρηματιστήριο η επενδυτική βαθμίδα σταδιακά θα εμπεδώσει ένα χαμηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου βελτιώνοντας το δυνητικό περιθώριο στις αποτιμήσεις των εταιριών που έχουν ισχυρές ταμειακές ροές».


Τι είχε αναφέρει η έκθεση της DBRS

 

Υπενθυμίζεται πως την περασμένη Παρασκευή 7 Μαρτίου η DBRS είχε αναβαθμίσει τη χώρα μας ένα σκαλοπάτι πάνω από την επενδυτική βαθμίδα.

Όπως ανέφεραν οι αναλυτές, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση για την παροχή πιστώσεων στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU).

Αυτό αντικατοπτρίζει τους χαμηλότερους κινδύνους από το παρελθόν, με σημαντική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος βρίσκεται πλέον κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) θα μειωθούν ταχύτερα από ό,τι αρχικά αναμενόταν.

Επιπλέον, με τη στήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τις συμμετοχές του σε συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σύνδεση μεταξύ του κράτους και των τραπεζών τομέα.

Η Morningstar DBRS σημειώνει επίσης ότι «ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 στο 154% το 2024.

Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπερκαλύπτουν τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν υψηλά στο μέλλον. Αυτό θα διευκολύνει πιθανότατα την περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται να μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 140% έως το 2027 από την κυβέρνηση».

Η σταθερή τάση στην αξιολόγηση αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για το ελληνικό αξιόχρεο είναι ισορροπημένοι».

Χαρακτηριστικά οι αναλυτές ανέφεραν: «Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να είναι σημαντικά ενισχυμένες από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, κάτι που μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ, θα μπορούσε να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Από το 2021, η Ελλάδα έχει υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024 και θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.

Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντανακλάται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020 και μετά.

Παρ' όλα αυτά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».

Πηγή liberal.gr/Νικόλας Ταμπακόπουλος

Πηγή Φωτογραφίας
Shutterstock
Κεντρική Φωτογραφία
Κατηγορία
Υπέρτιτλος
Moody’s
Υπέρτιτλος να είναι στον τίτλο
1