Όταν αναφερόμαστε στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, εννοούμε προνομιακά την αγιογραφία. Μεταξύ του 15ου και των αρχών του 18ου αιώνα, στον ελληνικό κόσμο, ζωγραφική και αγιογραφία σχεδόν ταυτίζονται.
Η Κρητική Σχολή της αγιογραφίας υπήρξε κληρονόμος και συνέχεια της Κωνσταντινουπολίτικης Σχολής. Δηλαδή, στη μεγαλόνησο, εξαιτίας της Ενετοκρατίας (1208-1699) δεν υπήρξε ρήξη της συνέχειας ανάμεσα στη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή ζωγραφική, και θα πραγματοποιηθεί σχεδόν ακώλυτα η μετάβαση από τη μία στην άλλη.
Και ο μεγάλος Θεοφάνης ο Κρης (1490 1959) θα φέρει την κρητική ζωγραφική στο Άγιον Όρος και τα Μετέωρα. Ο δε Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, ο Γκρέκο (1541 –1614) θα την φέρει μέχρι το… Τολέδο. Διότι, όπως μάθαμε από τα ενετικά αρχεία, δεν θα φύγει από την Κρήτη σε ηλικία 18-19 χρόνων όπως πιστευόταν, αλλά σε ηλικία 27 ετών, όταν είχε ήδη αναδειχθεί στον πιο ακριβοπληρωμένο αγιογράφο – μαΐστορα του Χάνδακα. Άλλωστε, πλέον έχουν βρεθεί και δικές του βυζαντινές εικόνες.
Ο Θεοτοκόπουλος θα κατορθώσει να επιτύχει τη σύνθεση, που θα αναζητά ο Κόντογλου, ο Παρθένης και ο Γκίκας αιώνες μετά. Αλλά, εξαιτίας της ξενικής κατοχής, αυτή τη σύνθεση θα την επιτύχει σε ξένο τόπο και με ξένο χρωστήρα.
Ωστόσο και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα θα αναπτυχθούν σημαντικές ζωγραφικές «σχολές» στη Θήβα, στο Ναύπλιο, στην Αττική, και προπαντός στην ορεινή Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, όπου είχε επιβιώσει και η παράδοση της υστεροβυζαντινής Μακεδονικής Σχολής και τέλος, στο Άγιον Όρος – δηλαδή σχεδόν πάντοτε μακριά από την παρουσία των Οθωμανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μεγάλες πόλεις, την Κωνσταντινούπολη ή την Σμύρνη δεν υπάρχει ούτε ένας αγιογράφος!
Πάντως, μετά την πτώση της Κρήτης η βυζαντινή παράδοση έμοιαζε όλο και πιο μακρινή. Ούτε οι Καρυές, η καρδιά της αγιορείτικης πολιτείας με παράδοση και συνέχεια αιώνων, όπου συναντώνται όλες οι «σχολές» και οι κομπανίες των ζωγράφων, δεν θα κατορθώσουν να αντισταθούν στην ηγεμονία της ρωσικής δυτικότροπης πλημμυρίδας.
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, επιβιώνει μόνο μια λαϊκή ζωγραφική, αγιογραφική ή κοσμική. Η λαϊκή κοσμική ζωγραφική θα εξαπλωθεί κυρίως σε «αρχοντικά», από την Καστοριά και τη Σιάτιστα μέχρι τα Αμπελάκια, το Πήλιο και τα Ζαγοροχώρια και φιλοτεχνείται από «συνοδείες» λαϊκών ζωγράφων, – όπως εκείνη του Χιοναδίτη Παγώνη στο Πήλιο, ή των Ζωγράφων που θα ιστορήσουν τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Η εγκατάλειψη της εγχώριας παράδοσης θα θεσμοποιηθεί μετά τη δημιουργία του λιλιπούτειου, υπό δυτική επιτροπεία και προστασία, νέου ελληνικού κράτους, στο οποίο, για αρκετές δεκαετίες, θα κυριαρχούν οι δυτικοί ζωγράφοι, ο φον Ες, ο Θείρσιος, και οι Έλληνες μαθητές τους.
Όμως κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, θα δημιουργηθεί μια γενιά λογίων ζωγράφων και γλυπτών – η Σχολή του Μονάχου– που θα παραγάγει αξιόλογα δημιουργήματα, από τα Κάλαντα του Λύτρα (1872) και την Κοιμωμένη του Χαλεπά (1877), έως το Κρυφό σχολειό του Γύζη (1886), ως μία κατ’ εξοχήν μαθητεία στις τεχνικές της δυτικής ζωγραφικής.
Έτσι από τις αρχές του 20ού αιώνα οι Έλληνες καλλιτέχνες ήταν πλέον τεχνικά ικανοί να ξαναπιάσουν το χαμένο νήμα της ελληνικής –βυζαντινής και λαϊκής–παράδοσης στη σύνθεσή της με τις διδαχές της δυτικής τέχνης.
Μια πρώτη καλλιτεχνική γενιά (του 1910-1920) θα ωριμάσει με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Γι’ αυτό και θα στραφεί στην αναζήτηση της ελληνικότητας, με λόγιους καλλιτέχνες όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Κωνσταντίνος Μαλέας, υπό την αιγίδα του Περικλή Γιαννόπουλου και της «ελληνικής γραμμής» του, που θα γίνει πράξη με τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο.
Οι γενιές του Παρθένη, του Θεόφιλου, του Γιαννόπουλου, του Δραγούμη, του Σικελιανού, του Καλομοίρη, του Καβάφη, του Βενιζέλου, μπορούσαν βάσιμα να προσδοκούν την ένταξη ενός οικουμενικού πολιτισμικά έθνους σε ένα κράτος. Η Ελλάδα του Βενιζέλου ήθελε να νιώθει ισόμοιρη με τη Δύση.
Έκφραση αυτής της συλλογικής συνειδητοποίησης υπήρξε η «Ομάδα Τέχνη» (1917-1919), όπου συμμετέχουν ο Νικόλαος Λύτρας, ο Παρθένης κ.ά. Ήδη το 1919, ο διεθνούς φήμης χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης θα καλέσει από το Παρίσι τον Βενιζέλο να αποστείλει τους νεαρούς καλλιτέχνες στο Άγιον Όρος.
Οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν δραματικά μετά την Καταστροφή του’22, καθώς η γενιά του Κόντογλου και του Σεφέρη, η γενιά του ’30, θα αισθανθεί την ανάγκη να μετασχηματίσει τη χαμένη ευρυχωρία σε εμβάθυνση στην παράδοση, φέρνοντας πίσω «τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής», όπως γράφει ο Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα το 1930»: «Τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια / ... ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα / για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα. / Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι / … Φέραμε πίσω / αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής».
Η Καταστροφή θα μετατραπεί σε αφετηρία μιας νέας αυτοσυνειδησίας, ώστε το έθνος να ανθέξει, προστρέχοντας στη βυζαντινή και λαϊκή παράδοση ως εφαλτήριο της δικής της ευρωπαϊκότητας: Ο συρρικνωμένος ελληνισμός («ο τόπος μας είναι κλειστός») θα υποχρεωθεί να προβεί σε δύο κινήσεις ταυτόχρονα. Από τη μια πλευρά να στραφεί εντονότερα και συστηματικότερα προς την ευρωπαϊκή Οικουμένη, και από την άλλη, για να διατηρήσει την ιδιοπροσωπία του, να βυθιστεί στις ρίζες του και να οικοδομήσει μια ελληνική ευρωπαϊκότητα, «έναν ελληνικό ελληνισμό».
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Το πάθος του Χριστού – 1566 – Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, Συλλογή Βελιμέζη
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο «Σωκράτης» μιας ολόκληρης γενιάς, αναδεικνύει την ενότητα της ελληνικής διαχρονίας. Ο Θεόφιλος, συνιστά την κορύφωση μιας λαϊκής ζωγραφικής παράδοσης που συνομιλεί ισότιμα με τη «σοφή» ζωγραφική. Ο Κόντογλου θα στραφεί προνομιακά προς τη μεταβυζαντινή ζωγραφική, ακόμα και στο κοσμικό του έργο. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, θα εκφραστεί μέσα από έναν «υδραίικο», κυβισμό. ο Τσαρούχης θα επιμείνει στην ελληνική παράδοση, από τα Φαγιούμ και το Βυζάντιο έως τον Καραγκιόζη. τέλος, ο Εγγονόπουλος θα θελήσει να δημιουργήσει έναν βυζαντινότροπο υπερρεαλισμό. Ζωγράφοι και χαράκτες όπως ο Δημήτρης Γαλάνης, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Πολύκλειτος Ρέγκος, ο Ιωάννης Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Αγήνωρ Αστεριάδης, ο Διαμαντόπουλος, ο Μόραλης, γλύπτες όπως ο Τόμπρος και ο Καπράλος και πολλές δεκάδες άλλοι συναποτελούν το ρωμαλέο σώμα αυτής της γενιάς.
Μιας γενιάς η οποία, με εφαλτήριο το προσκύνημα στο Άγιον Όρος που γενικεύεται μετά το 1922, θα ξαναφέρει στο προσκήνιο ολόκληρη την ελληνική εικαστική παράδοση. Παράλληλα δε, με το ταυτόχρονο «προσκύνημα» στο... Παρίσι, θα ανοιχτεί στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα.
Διαβάζουμε στη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα: «Στην Ελλάδα, η επιστροφή στην παράδοση, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, είχε άλλο χαρακτήρα. Το διαμελισμένο σώμα του ελληνισμού αναζητούσε την ενότητά του μέσα στην τέχνη. Άλλωστε, οι εγγύτερες παραδόσεις –η βυζαντινή και η λαϊκή–, όχι μόνο θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες, αλλά επαλήθευαν τις ίδιες τις αρχές της μοντέρνας τέχνης, δίνοντάς τους πιστοποιητικό ιθαγένειας. Οι Έλληνες ζωγράφοι της γενιάς του ’30 δεν συνιστούν λοιπόν ιστορική παρέκκλιση. Μιλούν ένα ιδίωμα που ανήκει στη γλώσσα του καιρού τους. Ποιο ιδίωμα; Μα φυσικά ελληνικά!»
Και πάντως η γενιά του ’30 δεν θα περιοριστεί απλώς στη σύνθεση ευρωπαϊκού μοντερνισμού και ελληνικής παράδοσης, αλλά θα βάλει τον πήχη πολύ ψηλότερα. Ο Σεφέρης θα διακρίνει απέναντι στον κυρίαρχο «ευρωπαϊκό ελληνισμό» έναν υπό αναζήτηση «ελληνικό ελληνισμό», τον οποίο απλώς τον διαισθανόμαστε. Ο Γιάννης Τσαρούχης θα αντιπαραθέσει την επιδίωξη να δημιουργήσουμε έργα «εφάμιλλα των ευρωπαϊκών», που χαρακτηρίζει τον μιμητικό ευρωπαϊσμό, με τη δημιουργία έργων μιας ελληνικής ευρωπαϊκότητας, όπως είχε συμβεί με τον Σολωμό στην ποίηση, τον Παπαδιαμάντη στην πεζογραφία και τον Θεόφιλο στη ζωγραφική.
Η παρουσίαση του βιβλίου
Οι Εναλλακτικές Εκδόσεις και η Αγιορειτική Εστία σας προσκαλούν την Τρίτη 29 Απριλίου 2025 και ώρα 19.30 στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά:
Από τη Μεταβυζαντινή ζωγραφική στη Γενιά του ’30
Θα μιλήσουν:
-Κάτια Κιλεσοπούλου, Δρ Ιστορικός Τέχνης
-Αθανάσιος Σέμογλου, Καθηγητής βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης ΑΠΘ
-Γεώργιος Φουστέρης, Καθηγητής βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας
-και ο συγγραφέας του βιβλίου
Συντονιστής: Δημήτρης Λουζικιώτης
στην Αγιορειτική Εστία (Μέγαρο Νεδέλκου), Εγνατίας 109, Θεσσαλονίκη
Είσοδος Ελεύθερη
