Η Γερμανία ήταν η μόνη οικονομία της G7 που δεν κατάφερε να αναπτυχθεί τα τελευταία δύο χρόνια, και οι δασμοί που επέβαλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε τρίτο συνεχόμενο έτος χωρίς ανάπτυξη, κάτι που θα είναι πρωτοφανές στην ιστορία της.
Η γερμανική οικονομία, που βασίζεται στις εξαγωγές, αντιμετωπίζει ήδη αδύναμη παγκόσμια ζήτηση για τα προϊόντα της και τον ανταγωνισμό από ξένες εταιρείες που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά της.
Ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, σε γραπτή δήλωση, κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ να βρουν λύση για το εμπόριο και την ΕΕ να προετοιμάσει αντίμετρα, αν χρειαστεί.
«Η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει ξανά μεγάλες προκλήσεις λόγω της απρόβλεπτης εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ», δήλωσε ο Χάμπεκ.
«Λόγω της στενής ενσωμάτωσης της γερμανικής οικονομίας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και του υψηλού επιπέδου ανοιχτού εξωτερικού εμπορίου, ο νέος προστατευτισμός των ΗΠΑ ενδέχεται να έχει σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξή μας».
Για το 2026, η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη 1%, ελαφρώς χαμηλότερη από την προηγούμενη πρόβλεψη του Ιανουαρίου (1,1%), αναμένοντας κάποια ανάκαμψη υπό την επερχόμενη κυβέρνηση του καγκελαρίου σε αναμονή, Φρίντριχ Μερτς.
Οι εξαγωγές αναμένονται να μειωθούν κατά 2,2% το 2025, μετά από πτώση 1,1% το 2024, ενώ το 2026 προβλέπεται να αυξηθούν κατά 1,3%.
Νωρίτερα, τα γερμανικά οικονομικά ιδρύματα μείωσαν την πρόβλεψή τους για την ανάπτυξη του 2025 στο 0,1% από 0,8% που αναμενόταν τον Σεπτέμβριο, εξαιτίας των δασμών των ΗΠΑ σε χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα.
Ωστόσο, έρευνα που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη έδειξε απροσδόκητη βελτίωση στην επιχειρηματική ηθική της Γερμανίας τον Απρίλιο, αν και οι προσδοκίες παραμένουν κάπως απαισιόδοξες λόγω της αβεβαιότητας γύρω από την κλιμάκωση των δασμών με τις ΗΠΑ.
Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει πτώση του πληθωρισμού στο 2% το 2025 και περαιτέρω μείωση στο 1,9% το 2026, από 2,2% το 2024.
Η οικονομική αδυναμία αναμένεται να επιβαρύνει την αγορά εργασίας, με το ποσοστό ανεργίας να ανέλθει στο 6,3% το 2025, από 6,0% το 2024, προτού μειωθεί στο 6,2% το 2026.