Δεν βρέθηκαν ξαφνικά λεφτά, τα οποία μοιράζονται. Η επιτυχία στα δημοσιονομικά, δεν στηρίχθηκε στην αύξηση των φόρων και στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, αλλά σε αλλαγές δομικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής και σε νοικοκύρεμα των δημοσίων δαπανών. Αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ακολουθείται ένα βιώσιμο μοντέλο μακράς πνοής με αρχή, μέση και τέλος.
Οπότε είναι απολύτως θεμιτό, ένα μέρος του σχεδόν διπλασιασμένου πρωτογενούς πλεονάσματος, να προσφέρει ανάσες σε κάποιες κοινωνικές ομάδες που πλήττονται. Χωρίς ωστόσο να υιοθετείται μια ακατάσχετη παροχολογία, η οποία θα διατάρασσε τις νέες οικονομικές ισορροπίες που διαμορφώνονται, σε ένα περιβάλλον οξυμένης παγκόσμιας αβεβαιότητας και ανησυχίας.
Οι παροχές από το πλεόνασμα μαμούθ, ο πληθωρισμός του 2,4% για τον Μάρτιο και η υποχώρηση της ανεργίας στο 8,6%, έρχονται ως απαντήσεις στα αποτελέσματα της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με την οποία ο πληθυσμός της χώρας που αισθάνεται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανερχόταν το 2024 στο 26,9% του συνολικού πληθυσμού.
Άλλωστε όπως ανέφερε και ο πρωθυπουργός σε ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η υπεραπόδοση της εθνικής οικονομίας επέτρεψε την ενίσχυση εισοδημάτων ύψους 1,1 δισ. ευρώ. Έτσι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο στόχος της κυβέρνησης, που είναι η σταδιακή μετατροπή της συλλογικής προόδου, σε ατομική προκοπή. Παρ’ όλο που η έννοια της ατομική προκοπής, δεν θα έπρεπε να αφορά διανομή επιδομάτων και επιλεγμένων ενισχύσεων.
Λύνεται με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα της φτώχειας; Ασφαλώς και όχι. Οι απαντήσεις για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των πολιτών σε μια χώρα που πτώχευσε εν τοις πράγμασι, που απώλεσε το ένα τρίτο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της, που γνώρισε τη διάλυση του τραπεζικού της συστήματος, που βίωσε την ανεργία να φτάνει στο 27%, δεν είναι ούτε απλές ούτε εύκολες. Σίγουρα όμως η απάντηση στη φτώχεια δεν είναι τα επιδόματα.
Η καταπολέμηση της φτώχειας και η αύξηση των εισοδημάτων έρχεται μέσα από το μεγάλωμα της οικονομικής πίτας. Από την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Και όχι από τη διανομή χρημάτων που σήμερα μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν γνωρίζουμε το αν θα είναι διαθέσιμα και αύριο. Σήμερα η κυβέρνηση «δίνει από το περίσσευμα». Ωστόσο η δουλειά της δεν είναι αυτή, χωρίς να υποτιμούμε την αξία της στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών. Είναι να κτίσει ένα περιβάλλον παραγωγής πλούτου. Και από αυτό θα κριθεί.
Η Ελλάδα, παρ’ όλο που αναπτύσσεται ταχύτερα μέσα στην Ευρώπη σύμφωνα με το «World Economic Outlook» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παρ’ όλο που είναι πρώτη στην ταχύτητα μείωσης του Δημοσίου Χρέους της και παρ’ όλο που βρίσκεται στην τετράδα με το υψηλότερο πλεόνασμα με βάση τα στοιχεία της Eurostat, έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσει στο μέσο όρο των εισοδημάτων της Ευρωζώνης.
Τα εισοδήματα δεν αυξάνονται με κάποιον μαγικό τρόπο, ούτε με κυβερνητικές αποφάσεις. Αν ήταν έτσι, η πασοκική συνταγή του «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» και του «Λεφτά υπάρχουν» δεν θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε αδιέξοδα.
Τα εισοδήματα αυξάνονται μέσα από τη δημιουργία νέων και καλοπληρωμένων θέσεων απασχόλησης. Θέσεις απασχόλησης που θα ολοκληρωθούν μέσα από νέες καινοτόμες επενδύσεις. Οι οποίες με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, που θα κερδίσουν επάξια τη θέση τους κυρίως στις ξένες αγορές. Αυτός είναι ο βασικός στόχος.
Διότι όπως αναφέρει και στην έκθεση του το ΔΝΤ, το «αγκάθι της οικονομίας» είναι ότι η Ελλάδα θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το οποίο από το 6,9% του ΑΕΠ το 2024, θα υποχωρήσει φέτος στο 6,5% και θα φτάσει στο 5,9% του ΑΕΠ στα τέλη του 2026. Παραμένοντας υψηλό, ειδικά εν μέσω ενός νέου κύματος εμπορικών πολέμων ανάμεσα στις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Η καινοτομία, η ανταγωνιστικότητα και οι μεταρρυθμίσεις είναι οι λέξεις κλειδιά για την αύξηση των εισοδημάτων και την ευημερία των πολιτών. Η επωδός των κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι αυτά είναι «κούφια λόγια» που δεν καταλήγουν στην τσέπη των πολιτών, είναι ακραία λαϊκίστικη. Εδράζεται στο γεγονός ότι τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων δεν είναι απτά και άμεσα. Διότι απαιτείται χρόνος για να κινηθεί η οικονομία και να αποδώσει η ανταγωνιστικότητα και η καινοτομία. Όμως αυτός είναι ο μονόδρομος. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή ενέχει κινδύνους, να μας φέρει πίσω. Από εκεί που ξεκινήσαμε.
Πηγή: Liberal/Κωνσταντίνος Χαροκόπος