Στο εσωτερικό της τράπεζας διαμορφώνονται διαφορετικές απόψεις, ενώ η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογραμμίζει ότι η ΕΚΤ δεν προδικάζει τις μελλοντικές της αποφάσεις. Το τόνισε και στο Ευρωκοινοβούλιο την περασμένη Πέμπτη, καθώς η επιβράδυνση του πληθωρισμού ενισχύει εκ νέου τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων.
Η Λαγκάρντ είχε υιοθετήσει την ίδια προσέγγιση μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου, όταν το βασικό επιτόκιο μειώθηκε στο 2,50%. Τότε, ξεκαθάρισε ότι κάθε απόφαση θα λαμβάνεται με βάση τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα, μια δήλωση που θεωρήθηκε ως αλλαγή προσέγγισης, χωρίς όμως να διατυπωθεί με απόλυτη σαφήνεια.
Η στάση αυτή οδήγησε τις αγορές να εκτιμήσουν ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να σταματήσει τις μειώσεις ήδη από τον Απρίλιο, ιδιαίτερα καθώς το ευρωπαϊκό επιτόκιο παραμένει χαμηλότερο από εκείνα της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας, που διατηρούνται στο 4,25% και 4,50% αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι από την έναρξη της νομισματικής χαλάρωσης τον Ιούνιο του 2024, η ΕΚΤ έχει μειώσει το βασικό επιτόκιο καταθέσεων συνολικά έξι φορές.
Αυτή η αβεβαιότητα επηρέασε το τριμηνιαίο Euribor, το οποίο ξεπέρασε το 2,50%. Ωστόσο, μετά τις 14 Μαρτίου, η πορεία του αντιστράφηκε και ξεκίνησε πάλι να υποχωρεί. Προς το παρόν, το Euribor διαμορφώνεται στο 2,387%, χαμηλότερα από το επιτόκιο της ΕΚΤ, ενώ το ESTR – το αντίστοιχο ευρωπαϊκό overnight επιτόκιο – μειώθηκε στο 2,417%. Αυτά τα στοιχεία ενισχύουν την πιθανότητα μιας ακόμη μείωσης κατά 0,25% τον Απρίλιο.
Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτή τη δυναμική περιλαμβάνουν την ενίσχυση του ευρώ στα 1,09 δολάρια, την άνοδο των αποδόσεων στα δεκαετή γερμανικά ομόλογα λόγω των σχεδίων για αυξημένες αμυντικές δαπάνες και κυρίως τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, που υποχώρησε στο 2,3% τον Φεβρουάριο.
Παρόλα αυτά, η αβεβαιότητα παραμένει. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε στο Econostream ότι υποστηρίζει τη συνέχιση των μειώσεων μέχρι το επιτόκιο να φτάσει στο 2% εντός του 2024. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν η απόφαση λαμβανόταν σήμερα, μια νέα μείωση 0,25% θα θεωρούνταν δεδομένη, στηριζόμενος στα θετικά στοιχεία για τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις της περιοριστικής πολιτικής. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι μέχρι τον Απρίλιο μπορεί να προκύψουν νέα δεδομένα που θα επηρεάσουν τη στάση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Ο Στουρνάρας σημειώνει ότι η άνοδος των αποδόσεων στα ομόλογα ασκεί αποπληθωριστική πίεση, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τους δασμούς, μετά την αρχική τους επίδραση.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, τα δύο επικρατέστερα σενάρια είναι:
– Διατήρηση του επιτοκίου στο 2,50% τον Απρίλιο, σταματώντας προσωρινά τις μειώσεις.
– Συνέχιση της αποκλιμάκωσης με νέα μείωση στο 2,25% τον Απρίλιο και σταδιακή προσαρμογή στο 2% έως τον Σεπτέμβριο.
Προς το παρόν, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, αλλά η εικόνα της γερμανικής οικονομίας συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία, καθώς υπάρχει πιθανότητα να καταγράψει τρίτη διαδοχική χρονιά ύφεσης.
Επιπλέον, τα πρόσφατα στοιχεία για τον πληθωρισμό στη Γαλλία και την Ισπανία ήταν χαμηλότερα των προβλέψεων, ενισχύοντας τις εκτιμήσεις ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέες μειώσεις επιτοκίων τους επόμενους μήνες.
Τέλος, οι ανακοινώσεις για αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες δεν αναμένεται να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία, γεγονός που αυξάνει την πίεση για ολοκλήρωση της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων έως τα τέλη του 2024.