Η Προανακριτική Επιτροπή θα πρέπει να εισηγηθεί την άσκηση δίωξης εναντίον του για το συγκεκριμένο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, και η Ολομέλεια της Βουλής να αποφασίσει σε μυστική ψηφοφορία την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο.
Όσον αφορά τη διαδικασία, η πρόταση της Προανακριτικής Επιτροπής θα πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, ενώ για την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο, η κατηγορία θα πρέπει να ελεγχθεί από δικαστικό συμβούλιο για το αν είναι βάσιμη ή όχι.
Το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου θα ορίσει έναν ανακριτή, ο οποίος στην ουσία θα αναλάβει τη δουλειά της προανακριτικής επιτροπής. Αν του αποδώσει ευθύνη, τότε θα προχωρήσει η συγκρότηση Ειδικού Δικαστηρίου.
Η επιστολή του Χρήστου Τριαντόπουλο
Με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής, ο Χρήστος Τριαντόπουλος κατέθεσε αίτημα για παραπομπή του απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου. Ο πρώην υφυπουργός, τονίζει μεταξύ άλλων πως είναι απολύτως αθώος και ζητά να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Επί της ουσίας με την επιστολή του αυτή ο πρώην υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας, ζητά να κριθεί από το φυσικό δικαστή. Δηλώνει ότι είναι αθώος και αναφέρει μεταξύ άλλων στην επιστολή του προς τον πρόεδρο της Προανακριτικής κ. Παναγή Καππάτο ότι «ένα τραγικό δυστύχημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο έχει εργαλειοποιηθεί από την αντιπολίτευση, προς απόσπαση πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, φοβούμαι πως το όποιο πόρισμα εκδώσει η Επιτροπή σας θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία μοιραία θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μου. Και η ακεραιότητά μου, στα μάτια των συμπολιτών μου, είναι κάτι που δεν είναι, για εμένα τουλάχιστον, διαπραγματεύσιμο».
Ακόμα λέει ότι «επιθυμία μου είναι, όσο παράδοξο και εάν τούτο εκ πρώτης μπορεί να φαντάζει, να κριθώ από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος».
Και επαναλαμβάνει: «Δεν έχω τίποτα να κρύψω, ούτε να φοβηθώ. Έχω απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση».
Αναλυτικά αναφέρει:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε και μέλη της Επιτροπής,
Όπως γνωρίζετε, μετά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής συστάθηκε η Επιτροπή σας, η οποία οφείλει να εξετάσει με ακεραιότητα και αμεροληψία την αποδιδόμενη σε εμένα κατηγορία, όπως αυτή οριοθετήθηκε από την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, πρόταση που υπερψήφισε, με δική μου προτροπή, η πλειοψηφία, ώστε να κριθεί εάν υπάρχουν οι απαιτούμενες απλές ενδείξεις προς κίνηση σε βάρος μου ποινικής διώξεως για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Όπως εξ αρχής δήλωσα, είμαι απολύτως αθώος όσων η πρόταση τούτη μου αποδίδει, κάτι που προκύπτει από μια στοιχειώδη -πλην όμως ψύχραιμη- επισκόπηση και της πρότασης του ΠΑΣΟΚ, και προς τούτο άλλωστε και ήμουν ο πρώτος που ζήτησε τη διερεύνηση της υπόθεσης, προκειμένου καμία σκιά να μην πλανάται ως προς την Αλήθεια.
Δυστυχώς, είναι εμφανές ότι διάγουμε μια περίοδο ακραίας πολιτικής πόλωσης όπου, κατά την άποψή μου, ένα τραγικό δυστύχημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο έχει εργαλειοποιηθεί από την αντιπολίτευση, προς απόσπαση πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, φοβούμαι πως το όποιο πόρισμα εκδώσει η Επιτροπή σας θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία μοιραία θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μου. Και η ακεραιότητά μου, στα μάτια των συμπολιτών μου, είναι κάτι που δεν είναι, για εμένα τουλάχιστον, διαπραγματεύσιμο.
Επειδή λοιπόν δεν θα ήθελα η κρίση σας, επί της υποθέσεώς μου, να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της Επιτροπής σας, επιθυμία μου είναι, όσο παράδοξο και εάν τούτο εκ πρώτης μπορεί να φαντάζει, να κριθώ από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος.
Από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην πολιτική, θεωρώ ακράδαντα και το ακολουθώ, πως η στάση, η πορεία και οι επιλογές ενός πολιτικού πρέπει να συνιστούν παράδειγμα για την κοινωνία και την πατρίδα που θέλουμε να έχουμε για τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές.
Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω τίποτα να κρύψω, ούτε να φοβηθώ. Έχω απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση.»
Κυβερνητικά στελέχη: Η απόφασή του αποτελεί ένδειξη πολιτικής γενναιότητας και ευθιξίας
H απόφαση του κ. Χρήστου Τριαντόπουλου να καταθέσει αίτημα στην Προανακριτική Επιτροπή προκειμένου να κριθεί απευθείας από τον φυσικό δικαστή, συνάδει με το αίτημα της κοινωνίας αλλά και συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών για απόδοση δικαιοσύνης από τη Δικαιοσύνη.
Η κίνηση αυτή του πρώην υφυπουργού, ως ένδειξη πολιτικής γενναιότητας και ευθιξίας, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή σκιά περί δήθεν κοινοβουλευτικής «συγκάλυψης» και να πέσει άπλετο φως από τη δικαιοσύνη, δημιουργεί νέα δεδομένα σε ο,τι αφορά τη διερεύνηση της τραγωδίας.
Για πρώτη φορά ένας πρώην υπουργός που ελέγχεται για υπόθεση που αφορά την άσκηση των καθηκόντων του, ζητάει την απευθείας κρίση του από τον φυσικό δικαστή, θεωρώντας ότι το όποιο πόρισμα εκδοθεί από την Προανακριτική Επιτροπή μπορεί να γίνει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης, λόγω της κομματικής προέλευσης των μελών της.
Σημειώνεται ότι κατά την πρόσφατη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι στο πλαίσιο της Συνταγματικής Αναθεώρησης προτίθεται να εισηγηθεί την αλλαγή του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών, καλώντας τα κόμματα να συμφωνήσουν, όταν μάλιστα στο παρελθόν είχαν διατυπώσει αντίστοιχες θέσεις.
Το αίτημα του κ. Τριαντόπουλου, ο οποίος όπως αναφέρει στην επιστολή του έχει απόλυτη πίστη στην αθωότητά του αλλά και τυφλή εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, θα εξετασθεί και θα κριθεί από την Προανακριτική Επιτροπή, που είναι το μοναδικό κυρίαρχο όργανο για τη λήψη της σχετικής απόφασης.
Εφόσον εγκριθεί το αίτημα του πρώην υφυπουργού, τότε η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, που αποτελείται από ανώτατους δικαστές και οι οποίοι θα ορίσουν έναν Αρεοπαγίτη μέλος του προκειμένου να διενεργήσει το ανακριτικό έργο, ώστε βάσει του πορίσματός του, το Συμβούλιο να καταλήξει σε βούλευμα για παραπομπή ή μη του πρώην υφυπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που μέχρι τώρα υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση αποδέχθηκε τη συγκρότηση της Προανακριτικής επειδή διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπονοώντας ότι υπάρχει διάθεση «συγκάλυψης», οφείλουν να λάβουν ξεκάθαρη θέση απέναντι στο αίτημα Τριαντόπουλου να απευθυνθεί στον φυσικό δικαστή.
Σημειώνουμε ότι ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος είχε διατυπώσει μία ανάλογη κατ’ αποτέλεσμα πρόταση και απομένει να δούμε πως θα τοποθετηθεί το ΠΑΣΟΚ, που είχε προτείνει τη σύσταση της Προανακριτικής Επιτροπής.
Μετά την κίνηση του κ. Τριαντόπουλου, να ζητήσει να κριθεί από την Δικαιοσύνη, τα επιχειρήματα περί δήθεν κομματικής «ασπίδας» καταρρέουν, ήρθε η ώρα για την αντιπολίτευση να τοποθετηθεί δημόσια και υπεύθυνα, εφόσον ισχύουν οι ισχυρισμοί της για απόδοση δικαιοσύνης.