Η Βόρεια Ελλάδα στον καιρό των Αχαρτογράφητων Νερών

12.04.2025 | 08:00
Θεσσαλονίκη / Φωτογραφία Αρχείου
/Eurokinissi

Η Ελλάδα, μετά το σοκ της χρεωκοπίας το 2010, προσπαθεί να βρει τον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης που θα οδηγήσει στη μακροχρόνια βελτίωση των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της. 

Όμως, μετά την πανδημία και τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με τις επιπτώσεις στο κόστος της ενέργειας, σήμερα, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει το τρίτο συνεχόμενο αρνητικό σοκ, αυτό του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε από τις αποφάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ. 

Όπως διαγράφονται οι εξελίξεις, η οικονομία της χώρας και της Βόρειας Ελλάδας εισέρχονται πλέον σε αχαρτογράφητα νερά. Σήμερα περισσότερο από ποτέ μεταπολεμικά, η χώρα, στο πλαίσιο της ΕΕ, πρέπει να σχεδιάσει σοβαρά μια μακροχρόνια αναπτυξιακή στρατηγική. Η στρατηγική αυτή απαιτεί  την κατανόηση της σημερινής κατάστασης της χώρας, την αναγνώριση της συνολικής εικόνας και την πρόβλεψη των πιθανών εξελίξεων στο μέλλον, ειδικά στον τομέα της τεχνολογία. Ειδικότερα, η διαμόρφωση της αναπτυξιακής στρατηγικής θα πρέπει στοχεύει και στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Βλέποντας την σημερινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα αντιληφθούμε την αναγκαιότητα της αναπτυξιακής στρατηγικής με ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη.

Όπως μας δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στο 56% του μέσου όρου της ΕΕ-27, της Β. Ελλάδας στο 42%, της ΠΑΜΘ (Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης) στο 36%, της ΠΚΜ (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας) στο 44% και της ΠΔΜ (Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας) στο 45%. Αντίθετα, της Αττικής ανήλθε στο 78%. Επομένως βλέπουμε ότι η Β. Ελλάδα είναι φτωχότερη τόσο ως προς την ΕΕ-27 όσο και ως προς τον εθνικό μέσο όρο και την πλουσιότερη περιφέρεια της χώρας. 

Όπως έχει διαπιστώσει η οικονομική επιστήμη, μια φτωχή περιφέρεια ή χώρα θα συγκλίνει με μια πλουσιότερη μόνο εάν ο ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα είναι αρκετά μεγαλύτερος από το 2%. Κατά τα τελευταία 25 έτη, στα οποία περιλαμβάνεται και η περίοδος της δημοσιονομικής και οικονομικής προσαρμογής, αλλά και η πανδημία, ο διαφορικός ρυθμός ανάπτυξης της Β. Ελλάδας ως προς την ΕΕ-27 ήταν -1,2%, της ΠΑΜΘ -1,6%, της ΠΚΜ -1% και της ΠΔΜ -1,5%. Με άλλα λόγια, η περιοχή της Β Ελλάδας όχι μόνον δεν συνέκλινε προς το  μέσο όρο της ΕΕ-27 αλλά αντίθετα απέκλινε. Το ίδιο μπορούμε δούμε  και για τον διαφορικό ρυθμό ανάπτυξης ως προς τον εθνικό μέσο όρο και τον αντίστοιχο της Αττικής.

Από τα δεδομένα, λοιπόν, παρατηρούμε ότι το οικονομικό χάσμα με τη ΕΕ-27 όχι μόνο δεν καλύπτεται αλλά αντίθετα διευρύνεται. Επιπλέον, η όποια οικονομική ανάπτυξη της χώρας όχι μόνον δεν είναι ισόρροπη σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά αντίθετα αυξάνει η ανισορροπία. 

Για να αρχίσει να κλείνει το οικονομικό χάσμα, βασικός παράγοντας είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος οικονομικής ανάπτυξης, βελτίωσης των εισοδημάτων και του βιοτικού επίπεδου. Όμως και στο πεδίο των επενδύσεων παρατηρούμε αρνητικό διαφορικό ρυθμό αύξησης. Ειδικότερα, ο διαφορικός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων της Ελλάδας ως προς τον αντίστοιχο της Δανίας και του Βελγίου είναι -3,7%, της Β. Ελλάδα -2,99%, της ΠΑΜΘ  -4,1%, της ΠΚΜ -1,6%. Θα πρέπει λοιπόν, τόσο η χώρα όσο και η Β. Ελλάδα όχι μόνο να καλύψουν το αρνητικό επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε αυτά τα 25 χρόνια, αλλά να επιταχύνουν τις επενδύσεις ώστε ο διαφορικός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων να ξεπεράσει σημαντικά το 2% για να μπορεί να υπάρξει οικονομική σύγκλιση.

Κλείνοντας, να σημειώσω ότι δεν αρκεί μόνο ο όγκος των επενδύσεων. Συστατικό στοιχείο αναπτυξιακής στρατηγικής αποτελεί η ορθολογική κατανομή σε κλαδικό και περιφερειακό επίπεδο με βάση την αρχή του δυναμικού συγκριτικού πλεονεκτήματος κάθε περιφέρειας. Μόνο έτσι ο επενδύσεις θα έχουν την μέγιστη δυνατή επίδραση στο εθνικό και περιφερειακό ΑΕΠ. 

Ερώτηση ως συμπέρασμα. Γνωρίζουν οι περιφέρειες ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους και ποιοι κλάδοι ευνοούνται από αυτά; Η απάντηση με αριθμούς και όχι με λόγια.

*Ο Νίκος Χ. Βαρσακέλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Νίκος Χ. Βαρσακέλης