Σε ό,τι αφορά, όμως, την κεντρική ιδέα της πολιτικής του, δηλαδή τους δασμούς σε ξένα αγαθά που εισάγονται στις ΗΠΑ, η ιστορία είναι ξεκάθαρη: Οι αυξήσεις στους δασμούς θα ανεβάσουν τους φόρους εισαγωγών στις ΗΠΑ σε υψηλό περίπου 80 ετών. Τότε, τα μέσα των ‘40s ήταν τα τελευταία χρόνια μιας προστατευτικής περιόδου στην αμερικανική εμπορική πολιτική, η οποία ξεκίνησε στα ‘20s και πέρασε από τη Μεγάλη Ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η υπογραφή της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) το 1947, η οποία ουσιαστικά χαμήλωσε τα παγκόσμια εμπορικά εμπόδια, έκλεισε αυτό το κεφάλαιο, μειώνοντας του δασμούς και προωθώντας το διεθνές εμπόριο. Μετά τον πόλεμο οι περισσότεροι βιομηχανικοί εταίροι των ΗΠΑ βρίσκονταν σε αναστάτωση και επρόκειτο για όφελος υπέρ των Αμερικανών βιομηχάνων. Στο πλαίσιο αυτό, η GATT ξεκίνησε την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εξελίχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ήταν πρόδρομος για τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής που τέθηκε σε ισχύ το 1994, τονώνοντας τη ροή των αγαθών μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικό.
Φαίνεται ότι τώρα βρισκόμαστε σε μία νέα φάση αλλαγής της εμπορικής πολιτικής. Η πολιτική του Τραμπ πυροδότησε έναν εμπορικό πόλεμο με τους τρεις μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ: Τους δύο γείτονές τους στη Βόρεια Αμερική και την Κίνα. Επίσης, στοχοποιεί τις πρώτες ύλες για βασικά αμερικανικά αγαθά, μεγάλα αυτοκίνητα, κουτάκια μπίρας, σπίτια. Ακόμα και ο διεθνώς κατακριτέος νόμος Smoot-Hawley του 1930, που επέβαλε σαρωτικούς δασμούς έως και 41%, επηρέασε μόλις το 1,4% του ΑΕΠ, ενώ οι προτεινόμενοι φόροι του Τραμπ επηρεάζουν περίπου το 5% της αμερικανικής οικονομίας ή προϊόντα αξίας σχεδόν 1,5 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με το Peterson Institute for International Economist.
Ο επιχειρηματικός κόσμος ανησυχεί. Η αβεβαιότητα για την εμπορική πολιτική εκτινάχθηκε σε ιστορικό υψηλό δύο μήνες μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ, καταρρίπτοντας το ρεκόρ που είχε καταγραφεί την πρώτη του θητεία. Τι κάνει λοιπόν σε αυτή την περίπτωση ένας CEO;
Πρώτη πιθανή αντίδραση είναι «πάγωμα» (freeze). Η αγορά μισεί την αβεβαιότητα κι όμως είναι η μοναδική σταθερά στην παγκόσμια σκηνή από τον Ιανουάριο. Η σύναψη συμφωνιών έκανε το 2025 τη χειρότερη εκκίνηση εδώ και μία δεκαετία, το κλίμα ανάμεσα στους CEO έπεσε σε χαμηλό 12 ετών και οι επενδυτές στράφηκαν από τις μετοχές στον χρυσό, στέλνοντας τον S&P 500 σε περιοχή διόρθωσης.
Για κάποιες επιχειρήσεις, η «φυγή» (flight) -προς μεταποίηση εντός των αμερικανικών συνόρων- είναι η κατάλληλη λύση. Διεθνείς όμιλοι δεσμεύονται να φτιάξουν εργοστάσια στις ΗΠΑ ή τουλάχιστον να το εξετάσουν. Αρκετές μεγάλες εταιρείες αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών και αλκοολούχων ποτών επεκτείνουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ, ώστε να παρακάμψουν τους δασμούς. Και αργά ή γρήγορα, όπως λένε οι υποστηρικτές των δασμών, οι πολυεθνικές με έδρα τις ΗΠΑ είναι πιθανό να ακολουθήσουν και να επαναφέρουν την παραγωγή τους στη χώρα.
Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι δασμοί φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα της ανοικοδόμησης της αμερικανικής βιομηχανίας ή απλώς ότι οι επιχειρήσεις δείχνουν τη διάθεσή τους να συμμορφωθούν με τη νέα πολιτική πραγματικότητα. Βέβαια, είναι σχετικά εύκολο να υποσχεθεί κανείς ένα εργοστάσιο, όμως η ανέγερσή του μπορεί να πάρει χρόνια. Και δεδομένου ότι η αμερικανική βιομηχανία και οι κατασκευές βασίζονται σε εισαγόμενα υλικά που υπόκεινται σε δασμούς, οι τιμές έχουν ήδη εκτοξευθεί.
Πράγματι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τεράστιες μεταβολές στις τιμές και τις ρυθμίσεις, πολλά από τα νέα σχέδια θεωρούνται περισσότερο ένδειξη προσανατολισμού ή δηλώσεις αισιοδοξίας για το αμερικανικό project παρά σταθερές δεσμεύσεις, που συνεπάγονται προθεσμίες και θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, υπάρχει και η «παραίτηση» (fawn). Όταν οι κανόνες αλλάζουν από μέρα σε μέρα, καλό θα ήταν να είναι κανείς κοντά με τον κόσμο που τους φτιάχνει. Έτσι, διάφοροι ηγέτες επιχειρήσεων σπεύδουν να επισκεφθούν τον Λευκό Οίκο μόνοι ή σε μικρές ομάδες, ώστε να πείσουν την κυβέρνηση για την ορθότητα των επιθυμητών τους πολιτικών. Τρανή απόδειξη είναι η πρώτη σειρά των καλεσμένων στην ορκωμοσία του Τραμπ, όπου συγκεντρώθηκαν επικεφαλής των Big Tech που συνεισέφεραν εκατομμύρια δολάρια στην τελετή ή υψηλόβαθμα στελέχη που έδωσαν 5 εκατ. ο καθένας για να παρευρεθούν σε δείπνο στο Mar-a-Lago.
Έτσι, μένει η στρατηγική της «μάχης» (fight) που μάλλον σε αυτή την περίπτωση σημαίνει προσεκτική διαπραγμάτευση. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι σε ορισμένες ιδιαίτερα εκτεθειμένες βιομηχανίες μιλούν ανοιχτά για το ενδεχόμενο καταστροφής από τους δασμούς, ίσως πιστεύοντας ότι δεν έχουν πολλά να χάσουν. Για παράδειγμα, ο Τζιμ Φάρλει της Ford προειδοποίησε ότι οι δασμοί ύψους 25% θα ανοίξουν «τρύπα» στην αυτοκινητοβιομηχανία και ζήτησε εξαίρεση.
Πολλοί ακόμα επικεφαλής επιχειρήσεων, ενώ μεταξύ τους λένε ότι χάνουν την πίστη τους στον πρόεδρο, δεν θέλουν να τον προκαλέσουν, επικρίνοντάς τον δημόσια. «Αυτό που μάθαμε από το Trump 1.0, είναι ότι δεν τα βάζεις με τα θηρία», δήλωσε ο Τζέφρι Σονενφελντ, καθηγητής του Yale στην τέχνη του μάνατζμεντ.
Τουλάχιστον, συμπλήρωσε, αν το αποφασίσεις θα πρέπει να το κάνεις συλλογικά, εξού και ορισμένοι επικεφαλής συνεργάζονται με εμπορικές ενώσεις. Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το Fortune, όποιο μονοπάτι και να ακολουθήσει κανείς, δεν πρέπει να το κάνει μόνος του: τώρα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ οι ηγέτες επιχειρήσεων να συμβουλεύονται τους ομολόγους τους ακόμα και τους ανταγωνιστές τους, ώστε να βρουν πώς θα ξεπεράσουν τη «τρικυμία» των δασμών.