Έρευνα ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Τι δείχνουν οι αριθμοί για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα

Οικονομία

14.02.2025 | 08:00
Ακούστε το άρθρο 8'
14.02.2025 | 08:00
Ακούστε το άρθρο 8'
Shutterstock
Την πρώτη του ετήσια δημοσκοπική έρευνα με σκοπό την ποσοτική και την ποιοτική καταγραφή των συνθηκών εργασίας, βάσει των ίδιων των ατομικών εμπειριών και των απόψεων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), με γενικό αντικείμενο και τίτλο «Η ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα» και τα ευρήματα να είναι άκρως ενδιαφέροντα.

Πιο συγκεκριμένα στην έρευνα αυτή διερευνώνται οι επιπτώσεις του φυσικού περιβάλλοντος της εργασίας στη σωματική και στην ψυχική υγεία των εργαζομένων.  

Εργασία και καταπόνηση

Σχεδόν μοιρασμένο είναι το ποσοστό του συνόλου των ερωτηθέντων στην ερώτηση εάν η εργασία τους απαιτεί σημαντική σωματική καταπόνηση από επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ορθοστασία, άρση βαριών αντικειμένων και παραμονή αρκετής ώρας σε πολύ ζεστό ή κρύο περιβάλλον το 47% δήλωσε ότι ναι, απαιτεί. Το 74% ‒δηλαδή τρεις στους τέσσερις‒ δήλωσε ότι πάντα ή συχνά επιστρέφει από την εργασία νιώθοντας σωματική εξάντληση. Σημαντικά υψηλό (61%) είναι και το ποσοστό των ερωτηθέντων του δείγματος που θεωρεί πως η εργασία του έχει επηρεάσει τη σωματική του υγεία.

Καταπόνηση ανά φύλλο

Ενδιαφέρον και ανατρεπτικό είναι το εύρημα σχετικά με την έμφυλη διάσταση, καθώς ενώ οι εργασίες που χρειάζονται μεγαλύτερη σωματική προσπάθεια και επιφέρουν και μεγαλύτερη σωματική καταπόνηση θεωρούνται στην κοινή γνώμη ως πιο ανδροκρατούμενες, το ποσοστό των γυναικών που αντιμετωπίζουν εργασιακές συνθήκες σημαντικής σωματικής καταπόνησης είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών. Πιο συγκεκριμένα, το 46% των ανδρών του δείγματος και το 50% των γυναικών δήλωσαν πως η εργασία τους απαιτούσε σημαντική σωματική καταπόνηση, ενώ πολύ υψηλό είναι το ποσοστό των ανδρών και των γυναικών (72% και 76% αντίστοιχα) που πάντα ή συχνά επιστρέφει από την εργασία του εξαντλημένο. Παράλληλα, το 63% των ανδρών και το 58% των γυναικών θεωρούν πως η εργασία τους έχει επηρεάσει τη σωματική τους υγεία.

Ανά ηλικιακή ομάδα

Σχεδόν μοιρασμένες είναι οι απαντήσεις όσον αφορά τη σωματική καταπόνηση στην εργασία με κριτήριο τις ηλικιακές ομάδες. Θετική ήταν η απάντηση του 48% των ηλικιακών ομάδων 17-34 ετών και 35-54 ετών και του 44% της ηλικιακής ομάδας 55+ετών.

Διαφορετικά είναι τα ευρήματα όσον αφορά την επιστροφή πάντα ή συχνά από την εργασία νιώθοντας πραγματική εξάντληση.  Πολύ υψηλό (77%) είναι το ποσοστό των ερωτηθέντων ηλικίας 35-54 ετών που επιστρέφει εξαντλημένο, ενώ την ίδια απάντηση έδωσε το 68% των ερωτηθέντων του δείγματος ηλικίας 17-34 ετών και το 69% ηλικίας 55+ετών. 

Παράλληλα, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες απάντησε θετικά στο ερώτημα, αν η εργασία έχει επηρεάσει τη σωματική υγεία τους, με τους ερωτηθέντες των μεγαλύτερων ηλικιών να είναι αυτοί που φαίνεται να έχουν επηρεαστεί περισσότερο στην υγεία τους. Αναλυτικότερα, θετική ήταν η απάντηση του 67% των ερωτηθέντων της ηλικιακής ομάδας 35-54 ετών, του 57% της ηλικιακής ομάδας 55+ ετών και του 51% της νεότερης ηλικιακής ομάδας των 17-34 ετών. 

Ανά επίπεδο εκπαίδευσης

Η ενδεικτικότερη ενότητα σχετικά με το εργασιακό περιβάλλον στη χώρα μας, όσον αφορά τη σωματική καταπόνηση κατά τη διάρκεια της εργασίας, τη σωματική εξάντληση και γενικά τιε επιπτώσεις της εργασίας στην υγεία των εργαζομένων είναι αυτή που εξετάζεται ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Ειδικότερα, στο ερώτημα εάν η εργασία τους απαιτεί σημαντική σωματική καταπόνηση θετικά απάντησε το 62% των ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, το 58% όσων ήταν έως απόφοιτοι γυμνασίου και το 57% εκείνων που είχαν αποφοιτήσει από το λύκειο και δεν είχαν λάβει άλλη εκπαίδευση. Χαμηλότερο (38% και 21% αντίστοιχα) είναι το ποσοστότων θετικών απαντήσεων του δείγματος με ανώτατη εκπαίδευση ή με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο.

Παράλληλα, ένα πολύ υψηλό ποσοστό (83%) των ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση δήλωσε πως συχνά ή πάντα επιστρέφει από τη δουλειά νιώθοντας σωματική εξάντληση. Παρόμοια στο ίδιο ερώτημα απάντησε το 75% εκείνων που διέθεταν απολυτήριο λυκείου και το 74% όσων είχαν ολοκληρώσει έως και το γυμνάσιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι αντίστοιχη απάντηση στο ίδιο ερώτημα έδωσε το 61% όσων είχαν πτυχίο ΤΕΙ/ΑΕΙ και το 64% εκείνων που κατείχαν δίπλωμα μεταπτυχιακού ή διδακτορικού επιπέδου. Είναι σημαντικό επίσης πως ένα υψηλό ποσοστό από όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα του δείγματος θεωρούσε πως η εργασία του είχε επηρεάσει τη σωματική του υγεία. Ειδικότερα, στο σχετικό ερώτημα θετική ήταν η απάντηση του 72% των ερωτηθέντων με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση,του61% των αποφοίτων λυκείου, του 57% με εκπαίδευση από το δημοτικό έως και το γυμνάσιο, του 57% εκείνων με δίπλωμα ΤΕΙ/ΑΕΙ και του 58% των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος.

Ανά επίπεδο εισοδήματος

Το φυσικό περιβάλλον της εργασίας και ειδικότερα η σωματική καταπόνηση και εξάντληση από την εργασία και οι αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική υγεία των εργαζομένων σχετίζονται και με το επίπεδο του εισοδήματος. Σύμφωνα με τα ευρύματα της έρευνας σημαντική σωματική καταπόνηση κατά την εργασία δήλωσε το 56% των ερωτηθέντων με εισόδημα έως 7.000 ευρώ και το 53% με εισόδημα από 7.001 έως 16.000 ευρώ. Στις εισοδηματικές αυτές κατηγορίες, που προφανώς ανήκουν επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης ή/και μερικής απασχόλησης, οι εργαζόμενοι φαίνεται ότι πιθανά βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν συνδυασμό προβλημάτων που αφορούν τη σωματική και την ψυχική τους υγείας αλλά και τη διασφάλιση ενόςαξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Η σχετική εικόνα βελτιώνεται στους εργαζομένους μευψηλότερα εισοδήματα, καθώς σε συνθήκες σημαντικής σωματικής καταπόνησης δήλωσε πως εργάζεται το 23% του δείγματος με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ και το 37% με εισόδημα από 16.001 έως 30.000 ευρώ. 

Τι είπαν στα Μακεδονικά Νέα

Τα Μακεδονικά Νέα προς τεκμηρίωση των ευρημάτων της έρευνας ζήτησαν τις απόψεις ανθρώπων που έχουν εργασιακή εμπειρία στη χώρα μας και υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. 

Ο Άγγελος Ορφανίδης επικοινωνιολόγος, ιδρυτής και generalmanager της εταιρείας Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων Advertary με έδρα τη Θεσσαλονίκη, τονίσε πως στη χώρα μας οι χρόνος εργασίας και τα υψηλά προσόντα δεν συνοδεύονται και με ανάλογου ύψους απολαβές, αναφέροντας «γνωρίζω από την καθημερινότητα και τη μέχρι τώρα πορεία μου ότι η σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών προσόντων και οικονομικών απολαβών δεν είναι πάντα γραμμική. Στον τομέα της επικοινωνίας, η ακαδημαϊκή κατάρτιση είναι θεμέλιο, όμως η πραγματική αξία ενός καλού επαγγελματία προκύπτει από τις δεξιότητες, την εμπειρία και την ικανότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς. Η δημιουργικότητα, η στρατηγική σκέψη και η διαχείριση κρίσεων είναι εξίσου σημαντικές όταν συνδυάζονται με ένα ισχυρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο.Η γενική παρατήρηση είναι ότι, συνολικά, οι οικονομικές απολαβές είναι χαμηλότερες σε σύγκριση με τον χρόνο εργασίας και τα προσόντα».

Επιβεβαιώνοντας τα ευρύματα της έρευνας του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ που έδειξε πως τα άτομα με υψηλή εκπαίδευση έχουν και μειωμένη σωματική καταπόνηση, αλλά επιστρέφουν εξαντλημένοι από την εργασία στην οικία τους, όπως και το γεγονός πως η εργασία έχει αντίκτυπο στην υγεία τους ο κ. Ορφανίδης υπογραμμίζει «Όσον αφορά τη σωματική κούραση, η δουλειά μας δεν είναι βαριά με την παραδοσιακή έννοια, αλλά η ένταση, οι συνεχείς συναντήσεις και η διαχείριση πολλαπλών έργων και διαφορετικών ανθρώπων απαιτούν ψυχική αντοχή. Η ψυχική κόπωση και το άγχος είναι συχνότερα φαινόμενα, ειδικά όταν διαχειρίζεσαι την εικόνα και τη στρατηγική επικοινωνία πελατών.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Σ.Β. πτυχιούχος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής με εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή (ΑΠΘ), με 2ο πτυχίο  Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών με ειδίκευση στα Οικονομικά (ΠαΜακ) και μεταπτυχιακό στις Ευρωπαϊκές Πολιτικές, αναφέρει την απόσταση μεταξύ προσόντων και αμοιβής στη Ελλάδα, αναφέροντας χαρακτηριστικά και τον κλίμα αβεβαιότητα το οποίο βιώνει «Η ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα συχνά δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα των εργαζομένων. Παρά τις σπουδές μου αντιμετωπίζω επαγγελματική αβεβαιότητα. Εργάζομαι κυρίως με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο, αλλάζοντας εργοδότη κάθε έξι χρόνια, ενώ οι απολαβές μου δεν είναι αντάξιες των προσόντων μου» υπογραμμίζει στα Μακεδονικά Νέα.

Επβεβαιώνει και η ίδια τα παραπάνω ευρύματα δηλώνοντας ότι «η εργασία συχνά συνοδεύεται από έντονη καταπόνηση. Το άγχος της εργασιακής ανασφάλειας, οι απαιτήσεις της δουλειάς και η έλλειψη ουσιαστικής αναγνώρισης οδηγούν σε σωματική και ψυχική εξάντληση. Η ανασφάλεια και η χαμηλή αμοιβή κάνουν την κόπωση ακόμα πιο έντονη, αφού η προοπτική μιας καλύτερης επαγγελματικής ζωής μοιάζει αβέβαιη. Δυστυχώς, το ελληνικό εργασιακό περιβάλλον δεν ευνοεί τη σταθερότητα και την εξέλιξη, αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους εγκλωβισμένους σε μια διαρκή επαγγελματική φθορά».

Γιώργος Νεοχωρίτης