Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) του μηνός Φεβρουαρίου 2025, προέκυψε αύξηση πληθωρισμού 2,5% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους και μείωση 0,1% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2025. Η ετήσια αύξηση προήλθε μεταξύ άλλων από προϊόντα διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά τα οποία καταγράφουν ανοδική πορεία στις τιμές τους όπως ψωμί και δημητριακά (1,5%), μοσχάρι (5,7%), αποξηραμένα φρούτα και ξηροί καρποί (5,7%), λαχανικά κατεψυγμένα (3,7%), λαχανικά, ζάχαρη-σοκολάτες-γλυκά-παγωτά (3,8%), καφές-κακάο-τσάι (4,7%), μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμοί φρούτων (5,3%).
Άξιο αναφοράς είναι ότι τα βρώσιμα έλαια όπως το ηλιέλαιο κατέγραψαν ετήσια άνοδο κατά 11%. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε επίσης και από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: αλλαντικά, τυριά, ελαιόλαδο, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά και λοιπά τρόφιμα.
Με βάση και την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, ο πληθωρισμός στις αλυσίδες σουπερμάρκετ ήταν της τάξης του +0,60% τον Φεβρουάριο, σταθεροποιητική τάση που οφείλεται, στις μικρές γενικά μεταβολές και στην αλληλεξουδετέρωση της επίδρασης από συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων οι οποίες παρουσιάζουν αύξηση λόγω συγκυριακών συνθηκών.
Οι μηνιαίες αυξήσεις στα τρόφιμα
Από τις μηνιαίες μεταβολές τιμών της ΕΛΣΤΑΤ στο σκέλος των τροφίμων που συνθέτουν το «καλάθι αγορών» του μέσου νοικοκυριού, παρατηρείται ότι η ακρίβεια επιμένει σε συγκεκριμένα είδη. Ειδικότερα, την υψηλότερη μεταβολή τιμών σημείωσαν τα ζυμαρικά (7,4% άνοδο από τον Ιανουάριο στον Φεβρουάριο του 2025), ενώ ακολούθησαν το νωπό γάλα πλήρες με μηνιαία μεταβολή 3,9%, ο καφές με 3,7%, τα λαχανικά διατηρημένα ή επεξεργασμένα με 2,7%, το γιαούρτι με 2,6%, τα προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής με 2,3% και το μοσχάρι με μηνιαία μεταβολή 1,6%.
Γνώστες στης αγοράς τροφίμων αναφέρουν ότι το ράλι στις διεθνείς τιμές του κακάο και του καφέ επηρεάζουν τις κατηγορίες των γλυκών και των ροφημάτων, με την ανηφόρα των τιμών να συνεχίζεται ενώ η άνοδος σε γαλακτοκομικά προϊόντα είναι μια αναμενόμενη εξέλιξη που οφείλεται στη μείωση του ζωικού κεφαλαίου το 2024, λόγω των ασθενειών στα ζώα.
Από την άλλη βλέπουμε και ορισμένα βασικά είδη που έχουν πτωτική πορεία στις τιμές τους. Συγκεκριμένα, τον προηγούμενο μήνα μείωση τιμών εμφάνισαν το ελαιόλαδο κατά -6,7% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, τα αλλαντικά κατά -3,2%, τα λαχανικά κατά 2,5%, τα πουλερικά και τα νωπά ψάρια με πτώση κατά 2,3% αντίστοιχα.
Οι καταναλωτές, όπως αποδείχθηκε και από την έρευνα που διεξήγαγε η εταιρεία ερευνών και δημοσκοπήσεων «Interview» για λογαριασμό των Μακεδονικών Νέων, επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την ακρίβεια η οποία τους έχει αναγκάσει να προσαρμόζουν τις αγοραστικές τους συνήθειες δίνοντας έμφαση στην τιμή και την ποιότητα ενός προϊόντος. Πιο αναλυτικά, ένα 33% δηλώνει ότι σε περιόδους ακρίβειας προτιμά προϊόντα σε προσφορά, άλλο ένα 33% μειώνει τις αγορές του, ενώ το 18% επιλέγει φθηνότερες εναλλακτικές.
Επίσης, το 50% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι η τιμή είναι ο σημαντικότερος παράγοντας επιλογής προϊόντων, ενώ το 45% δίνει έμφαση και στην ποιότητα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ποσοστό της τάξεως του 54% παρατηρεί τις προσφορές στα ράφια των σούπερ μάρκετ ενώ το 35% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι συχνά τις παρατηρεί.
Οι αλλαγές στα σούπερ μάρκετ
Σε ισχύ έχει τεθεί από τις 6 Μαρτίου ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας με βάση τον οποίο διενεργούνται πλέον οι προσφορές και οι προωθητικές ενέργειες στα ράφια των σούπερ μάρκετ με στόχο τη διαφάνεια στην αγορά και τις πιο καθαρές τιμές.
Από τις σημαντικότερες αλλαγές είναι ότι πλέον η αρχική τιμή από την οποία θεωρείται ότι γίνεται η έκπτωση ή η προσφορά, θα πρέπει να αποτελεί τη χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 30 ημερών ενώ για τις προσφορές τύπου «1+1 δώρο» θα επιτρέπονται μόνο εφόσον το προϊόν είναι διαθέσιμο και μεμονωμένα, με σαφή αναγραφή της κανονικής του τιμής.
Μάλιστα, σε περίπτωση παράβασης επιβάλλεται πρόστιμο από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, και σε περίπτωση υποτροπής εντός πενταετίας έως 3.000.000 ευρώ. Επίσης, για σοβαρές παραβάσεις που επισύρουν πρόστιμο που ξεπερνά τις 50.000 ευρώ, το όνομα της επιχείρησης, καθώς και περιληπτικά στοιχεία για την παράβαση, δημοσιεύονται από το Υπουργείο Ανάπτυξης.