Μ. Λαζαρου- Σ. Στεφανου

Στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς τα τσιπουράδικα Βόλου και Νέας Ιωνίας - Οι προοπτικές για τον τουρισμό

Ακούστε το άρθρο 8'
02.03.2025 | 08:00
Βόλος (Φωτογραφία αρχείου)
/Shutterstock
Από τους σκληρά εργαζόμενους μικρασιάτες πρόσφυγες με το τσίπουρο και τον μικρό μεζέ, μέχρι τα τσιπουράδικα του Βόλου και της Νέας Ιωνίας σήμερα.

Περισσότερα από 100 χρόνια ιστορίας με το τσiπουράδικα και τη μυσταγωγική σχέση που έχει αναπτύξει με αυτά μετρά ο Βόλος.

Τι κι αν στην υπόλοιπη Ελλάδα προσωπικά, επαγγελματικά και άλλα ραντεβού πραγματοποιούνται πίνοντας καφέ; Στον Βόλο γίνονται μόνο γύρω από ένα τραπέζι με τσίπουρο και πολλούς τοπικούς μεζέδες.

Ως «σφραγίδα» για την επισημοποίηση της άρρηκτης σχέσης της πόλης με την... ιεροτελεστία του ιδιαίτερου αποστάγματος ήρθε η ένταξη των τσιπουράδικων του Βόλου και της Νέας Ιωνίας στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.

Η αναγνώριση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα των τσιπουράδικων, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της περιοχής εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα.

Το τσίπουρο στο Βόλο είναι τρόπος ζωής

Η αντιδήμαρχος Τουρισμού του Δήμου Βόλου, Μελπομένη Λαζάρου, μιλώντας στα «Μακεδονικά Νέα» κάνει λόγο για μια πολύ σημαντική στιγμή για την πόλη, τονίζοντας ότι η διαδικασία εγγραφής ξεκίνησε το 2022 από την «Μαγνήτων Κιβωτός», έναν φορέα αφιερωμένο στη διάσωση του πολιτιστικού αποθέματος της περιοχής, με την έκδοση του επετειακού ημερολογίου «Ο πολιτισμός του τσίπουρου στη Νέα Ιωνία και τον Βόλο». «Την επιστημονική επιμέλεια είχε ο Αλέξανδρος Καπανιάρης, ο οποίος είναι καθηγητής και σύμβουλος στην ΕΑΠ και γραμματέας του Φορέα Πολιτισμού «Μαγνήτων Κιβωτός». Αυτός ο άνθρωπος συγκέντρωσε όλα αυτά τα στοιχεία και τα κατέθεσε στο υπουργείο», εξηγεί η κ. Λαζάρου, επισημαίνοντας πως η ένταξη αυτή ανοίγει νέες προοπτικές για περαιτέρω τουριστική προβολή της πόλης.

«Όλοι οι επισκέπτες στην περιοχή μας θα γνωρίσουν το τσίπουρο. Και εμείς οι ίδιοι έχουμε τα τσιπουράδικα σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Είναι τρόπος ζωής», δηλώνει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας τη μοναδική εμπειρία που προσφέρουν τα τσιπουράδικα του Βόλου. «Παραγγέλνοντας 2-3 τσίπουρα, έρχονται 4-5 πιάτα με μεζέδες. Είναι διαφορετικοί οι μεζέδες από τσιπουράδικο σε τσιπουράδικο και αλλάζουν ανά 15 ημέρες, προκειμένου να μην κουράζονται οι πελάτες με τις ίδιες γεύσεις».

Ιστορικά, τα πρώτα τσιπουράδικα εμφανίστηκαν στον Βόλο μετά το 1922, με την άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. «Αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν ολημερίς και τα βράδια πήγαιναν στα τσιπουράδικα, στα καφενεία, προκειμένου να κουβεντιάσουν και να ξεκουραστούν. Παρήγγελναν ένα τσίπουρο και τους πήγαιναν μαζί στραγάλια ή ντομάτα ή ελιά με ψωμί. Μέσα στα χρόνια, όλο αυτό εξελίχθηκε και φτάσαμε στο σήμερα», ανέφερε η αντιδήμαρχος.

Η αντιδήμαρχος Τουρισμού έκανε ιδιαίτερη μνεία και στην προώθηση της γαστρονομικής ταυτότητας της περιοχής στο εξωτερικό. «Πηγαίνουμε σε εκθέσεις στη Βιέννη, στο Μόναχο, στη Σερβία, στο Βουκουρέστι, και κερνάμε τους συνομιλητές μας ένα τσίπουρο και έναν μεζέ, προκειμένου να μπουν στο κλίμα και να δουν τι τους περιμένει στον Βόλο», δήλωσε, προσθέτοντας πως η γαστρονομία αποτελεί βασικό στοιχείο του τουριστικού προϊόντος της περιοχής. «Στο εξωτερικό το 80% των ανθρώπων που μιλάμε έχει επισκεφτεί την περιοχή μας, έχει γευτεί το τσίπουρο και την κουζίνα του τόπου».

Σε όποιον και να πούμε τη λέξη Βόλος η επόμενη λέξη που θα πει θα είναι... τσίπουρο!

Ο πρόεδρος του Συλλόγου Εστίασης Μαγνησίας, Στέφανος Στεφάνου, από την πλευρά του, υπογραμμίζει τη σημασία αυτής της αναγνώρισης, επισημαίνοντας ότι το τσίπουρο και ο μεζές είναι σήμα κατατεθέν της πόλης. «Σε όποιον και να πούμε τη λέξη Βόλος η επόμενη λέξη που θα μας πει θα είναι τσίπουρο», αναφέρει αρχικά και συνεχίζει: «Σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος όταν παραγγέλνεις ένα τσίπουρο ή ένα ούζο δε σου έρχεται μεζές. Πρέπει να παραγγείλεις κάτι έξτρα. Η μοναδικότητα των τσιπουράδικων του Βόλου είναι ότι με τα τσίπουρα έρχεται και ο ανάλογος μεζές, ο οποίος προσφέρεται σε μεγάλη ποσότητα», αναφέρει, εξηγώντας πως η κουλτούρα αυτή αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο κοινωνικής συναναστροφής. «Έχουμε να μιλήσουμε για δουλειές; Πάμε να τα πούμε πίνοντας δύο τσίπουρα. Συνήθως λέμε ότι πάμε για ένα, αλλά ποτέ δεν είναι μόνο ένα».

Παράλληλα, όπως τονίζει ο ίδιος, σημαντικό στοιχείο αποτελεί και η σύνδεση των τσιπουράδικων με τα τοπικά προϊόντα. «Υπάρχει μια τοπική τάση όσον αφορά τα προϊόντα. Οι καταστηματάρχες προσπαθούν να προσφέρουν πιο τοπικούς και φρέσκους μεζέδες που πηγάζουν από την κληρονομιά της γαστρονομίας της πόλης και γενικότερα της Μαγνησίας, και τσίπουρο είτε χύμα είτε τοπικό με ετικέτα», υπογραμμίζει ο κ. Στεφάνου, επισημαίνοντας ότι εκτός από τα παραλιακά, πιο τουριστικά τσιπουράδικα, υπάρχουν και συνοικιακά, κυρίως στη Νέα Ιωνία, που ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητά τους.

Ευφροσύνη Καζεπίδου