Η περιοχή φημίζεται για τα επώνυμα προϊόντα της, όπως η πατάτα Νευροκοπίου, το κρασί, τα γαλακτοκομικά και τα τοπικά προϊόντα, ενώ διαθέτει ισχυρή βιομηχανία μαρμάρου και θερμοκηπιακές καλλιέργειες που επεκτείνονται διαρκώς.
Ο αγροτικός τομέας βέβαια φαίνεται πως αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της τοπικής οικονομίας, με τις επιχειρήσεις να επενδύουν διαρκώς στη βελτίωση της παραγωγής και την επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Η πατάτα Νευροκοπίου είναι ένα από τα πλέον γνωστά προϊόντα, έχοντας αποκτήσει Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) και ξεχωρίζοντας για την ποιότητά της.
Στον τομέα της γαλακτοβιομηχανίας, η ΝΕΟΓΑΛ κατέχει ηγετική θέση, παράγοντας μια πλήρη γκάμα προϊόντων, ενώ ο αγροτικός συνεταιρισμός Μενοίκιο συμβάλλει στην ανάπτυξη της τοπικής παραγωγής, συνεργαζόμενοι με την επιστημονική κοινότητα για τη δημιουργία νέων, καινοτόμων προϊόντων. Μάλιστα, μέσω του προγράμματος Leader, αναπτύχθηκε ένα νέο ρόφημα, το οποίο, αν και δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει στην αγορά, αναμένεται να έχει σημαντική επιτυχία.
Από την άλλη, οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες της Δράμας, που περιλαμβάνουν ντομάτες, και αγροτικά προϊόντα όπως πολύχρωμες πιπεριές και ρόδια, αναπτύσσονται διαρκώς, ενώ γίνονται προσπάθειες προώθησης των ροδιών στις αραβικές χώρες.
Οινοποιία: Ο «χρυσός» του Δραμινού αμπελώνα
Ο αμπελώνας της Δράμας αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους της Ελλάδας, με 12 οινοποιεία να παράγουν εξαιρετικής ποιότητας κρασιά που διακρίνονται διεθνώς. Το ροζέ κρασί γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη, καθώς η παραγωγή και η κατανάλωσή του αυξάνονται συνεχώς. Οι οινοποιοί της περιοχής δεν επαναπαύονται και αναζητούν νέες προκλήσεις, επεκτείνοντας τις καλλιέργειες σε μεγαλύτερα υψόμετρα, γεγονός που προσδίδει μοναδικά χαρακτηριστικά στα κρασιά τους.
Η σύνδεση του οινικού τομέα με την αγροδιατροφή, τον τουρισμό και τη γαστρονομία δημιουργεί νέες προοπτικές για την περιοχή. Τα οινοποιεία της Δράμας είναι ιδιαίτερα επισκέψιμα, με τέσσερα από τα έντεκα να έχουν λάβει χρηματοδότηση για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους.
Η Δράμα είναι επίσης γνωστή για τον κλάδο του λευκού μαρμάρου, που εξάγεται σε όλο τον κόσμο και χρησιμοποιείται σε έργα υψηλής αισθητικής και πολυτέλειας. Οι επιχειρήσεις του κλάδου απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων και συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική οικονομία.
Η επιχειρηματικότητα και τα προγράμματα στήριξης
Η Αναπτυξιακή Δράμας διαχειρίζεται μεταξύ άλλων το πρόγραμμα Leader, το οποίο ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο του 2025, ενώ είναι ήδη ανοικτό και το Leader της επόμενης περιόδου. «Αυτά τα προγράμματα έχουν δώσει ώθηση στην επιχειρηματικότητα, με 100 επενδύσεις συνολικού προϋπολογισμού 20 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2 εκατ. ευρώ αφορούν τον αγροδιατροφικό τομέα στη Δράμα», είπε χαρακτηριστικά στα Μακεδονικά Νέα ο γενικός διευθυντής της Αναπτυξιακής Μανόλης Χατζόπουλος.
Ο ρόλος της Αναπτυξιακής Δράμας είναι να μεταφέρει πόρους στους τοπικούς παραγωγούς, να τους φέρνει σε επαφή με την επιστημονική κοινότητα και να στηρίζει επενδυτικές πρωτοβουλίες. Ήδη, έχει ξεκινήσει μια πρώτη συνεργασία με τον ΕΛΓΟ, ενώ μέσω του προγράμματος Leader οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες αποκτούν πρόσβαση σε πολύτιμες χρηματοδοτήσεις και τεχνογνωσία. Μάλιστα το πρόγραμμα αυτό εξυπηρετεί τους γενικούς στόχους τους οποίους έχει αναλάβει η κοινότητα και ιδιαίτερα την προώθηση της ανάπτυξης και της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών.
Παρά τις σημαντικές επενδύσεις και την ανάπτυξη, οι επιχειρήσεις της Δράμας αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση εργατικού δυναμικού, όπως υποστήριξε ο κ. Χατζόπουλοις. «Οι νέοι είτε δεν επιλέγουν να μείνουν στην περιοχή είτε δεν βρίσκουν ικανοποιητικούς μισθούς. Έτσι, επιχειρήσεις όπως τα οινοποιεία, οι γαλακτοβιομηχανίες, οι μονάδες θερμοκηπιακής καλλιέργειας και οι εταιρείες μαρμάρου προσλαμβάνουν προσωπικό από γειτονικούς νομούς.Η ανεργία στη Δράμα θα ήταν μηδενική, αν καλύπτονταν οι ανάγκες σε προσωπικό», εξήγησε ο κ. Χατζοπουλος.
Οι επενδύσεις συνεπώς στην αγροδιατροφή, την οινοποιία, τη μεταποίηση και τον τουρισμό αναβαθμίζουν την περιοχή και δημιουργούν ευκαιρίες για την τοπική κοινωνία με τη στήριξη ευρωπαϊκών προγραμμάτων, την αξιοποίηση των φυσικών πόρων και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ παραγωγών και επιστημονικών φορέων.