Οι συναντήσεις στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ουάσινγκτον άφησαν τους περισσότερους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής απογοητευμένους, με την πεποίθηση ότι η αβεβαιότητα θα συνεχίσει να πλήττει τις επενδύσεις, τη ζήτηση και τελικά τον πληθωρισμό, σημειώνει και προσθέτει ότι:
«Η ανατίμηση του ευρώ, οι αυστηρότεροι δημοσιονομικοί όροι και η πτώση των τιμών της ενέργειας ενισχύουν το σενάριο για νέα μείωση επιτοκίων, με την αγορά να αναμένει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα πέσει από το 2,25% σε περίπου 1,5% έως το τέλος του 2025».
Οικονομολόγοι της Bank of America, της Deutsche Bank και της Morgan Stanley θεωρούν ότι απαιτούνται περαιτέρω κινήσεις για την τόνωση της ζήτησης.
Αν και στελέχη όπως ο Olli Rehn και ο Gediminas Simkus εμφανίζονται θετικοί σε πρόσθετες μειώσεις, άλλοι, όπως ο Klaas Knot και ο Martins Kazaks, εφιστούν την προσοχή, επισημαίνοντας ότι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των εμπορικών αναταραχών είναι ακόμη αβέβαιες.
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επανέλαβε ότι η Τράπεζα πρέπει να εξαρτάται πλήρως από τα δεδομένα και να διατηρεί την ευελιξία της, αποφεύγοντας δεσμεύσεις για συγκεκριμένες πορείες επιτοκίων. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ υποβάθμισαν την ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο 0,8%, ενώ εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει κοντά στο 2% το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Παρά τη σχετική αισιοδοξία ορισμένων αξιωματούχων, οι εξελίξεις στο εμπόριο παραμένουν ρευστές και η εμπορική ανάπαυλα 90 ημερών δεν εγγυάται μόνιμη σταθερότητα. Έτσι, η ΕΚΤ προετοιμάζεται για μια περίοδο ευέλικτης και ενεργητικής νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας ανοικτές όλες τις επιλογές για την επόμενη μέρα.