Η ταινία, που προβάλλεται από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σήμερα, Κυριακή 27 Απριλίου 2025, στις 21.00, στο Ολύμπιον ανασύρει το «Οδοιπορικό Μαουτχάουζεν – Μάιος 1988» του Καμπανέλλη και επιχειρεί να ενώσει λόγο, μουσική και εικόνα σε ένα υβριδικό κινηματογραφικό είδος, αφηγηματικό και ταυτόχρονα βιωματικό. Πρόκειται για μια προσέγγιση που προέκυψε μέσα από χρόνια προετοιμασίας και με το ξετύλιγμα ενός ιδιαίτερου νήματος που ένωσε τους ανθρώπους της ταινίας με τους δύο μεγάλους δημιουργούς.
Με αφορμή την προβολή στη Θεσσαλονίκη, συνομιλήσαμε με τον συν-σκηνοθέτη, ερευνητή και ερμηνευτή του έργου Αρίσταρχο Παπαδανιήλ. Μας μίλησε για τη διαδρομή που οδήγησε στη γέννηση της ταινίας, την πρώτη επαφή με την Καντάτα Μαουτχάουζεν και την «ευλογία», όπως τη χαρακτήρισε, της άδειας από τον Μίκη Θεοδωράκη λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου
Το «Mauthausen» συνδυάζει μουσική, ποίηση, ιστορική μνήμη και κινηματογραφική τέχνη. Ποια ήταν η αρχική σας πρόθεση όταν ξεκινήσατε αυτή τη δουλειά;
Αφετηρία ήταν τα τέσσερα τραγούδια από την Καντάτα Μαουτχάουζεν, και ειδικά το «Άσμα Ασμάτων». Πρωτοάκουσα αυτό το τραγούδι στο ραδιόφωνο όταν ήμουν έφηβος και συγκλονίστηκα. Θεώρησα ότι ήταν το πιο ωραίο τραγούδι που είχα ακούσει ποτέ, ειδικά με τη θαυμάσια φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Χρόνια μετά, είχα την ευτυχία ως γραφίστας να συνεργαστώ με τη Λίνα Ορφανού, σοπράνο Ελληνοαμερικανίδα, για τον δίσκο «Mauthausen/Deserters» στον οποίο ο Θεοδωράκης είχε δώσει την άδειά του και είχε γράψει τον πρόλογο, καθώς και για την ερμηνεία αδημοσίευτων ποιημάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη από την ίδια. Αυτή η συνεργασία μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω την κόρη του Καμπανέλλη, την Κατερίνα. Πήρα το θάρρος λίγο πριν από την καραντίνα να της προτείνω, δείχνοντάς της μία μικρή ταινία με ποίηση Καβάφη που είχα κάνει, αν συμφωνεί να μου δώσει την Καντάτα Μαουτχάουζεν για να κάνω μία νέα προσέγγιση. Ηχογραφήσαμε έναν διάλογο φωνής και μουσικού οργάνου με τον Άρη Ζέρβα στο βιολοντσέλο, το οποίο προσομοιάζει στην ανθρώπινη φωνή. Η ίδια η μελωδία είναι τόσο δυνατή ώστε να αναδείξει την έκταση του συναισθήματος. Στείλαμε τα τέσσερα ηχογραφήματα στον Μίκη Θεοδωράκη τον Μάιο 2021 –θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία διότι 5 Μαΐου είναι η μέρα απελευθέρωσης του στρατοπέδου Μάουτχαουζεν– και του έγραφα αν θέλει να τα ακούσει στη μνήμη της ημέρας αυτής και του φίλου του Καμπανέλλη.
Μετά από λίγες μέρες ενημερωθήκαμε ότι ο Μίκης τα άκουσε και έδωσε την άδεια να κυκλοφορήσουν. Με αυτή την ευλογία που μας έδωσε, ξεκινήσαμε και απευθύνθηκα στον Θεσσαλονικιό σκηνοθέτη Παναγιώτη Κουντουρά, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί νωρίτερα στην ταινία «H ΠΟΛΙΣ | Όπου Το Μάτι Μου Γυρίσω» για τον Καβάφη. Ήθελα να δώσω εικόνα στο «Άμα τελειώσει ο πόλεμος», το πλέον προσωπικό έργο του Καμπανέλλη. Είχαμε τα γυρίσματα στον χώρο που ονομάζεται Baumstrasse, ο δρόμος με τα δέντρα. Είχε καλοκαιριάσει όταν προτείναμε να ανεβάσουμε τα ηχογραφήματα στις 29 Ιουλίου, ανήμερα των γενεθλίων του Θεοδωράκη. Το έργο αυτό αποτέλεσε το τελευταίο που κυκλοφόρησε με την άδειά του – δυστυχώς έφυγε από τη ζωή περίπου ένα μήνα μετά.
Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα σε πολλά κινηματογραφικά είδη: ντοκιμαντέρ, μιούζικαλ, ψυχολογικό θρίλερ. Πώς αποφασίσατε να δομήσετε αυτό το υβριδικό κινηματογραφικό ύφος;
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα στοιχεία είναι η μουσική απόδοση μόνο με φωνή και βιολοντσέλο. Όταν κάναμε την πρεμιέρα στο Λος Άντζελες το 2023, οι Αμερικανοί διανομείς το είδαν και είπαν «δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο». Χρησιμοποιήσαμε αποσπάσματα από το χρονικό του Μάουτχάουζεν του Καμπανέλλη, το οποίο συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της στρατιωτικής λογοτεχνίας. Η πρόζα φώτιζε την ιστορία που αφηγούνταν το τραγούδι.
Το αδημοσίευτο κείμενο του Καμπανέλλη «Οδοιπορικό-Μαουτχάουζεν – Μάιος 1988» ζωντανεύει για πρώτη φορά επί της οθόνης. Πώς προσεγγίσατε τη μεταφορά του;
Το κείμενο γράφτηκε τον Μάιο του 1988 κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και ιστορικής συναυλίας στο Μαουτχάουζεν, στο πλαίσιο της Διεθνούς Επετείου Μνήμης Απελευθέρωσης. Μέσα από τη συνεργασία μου με την Κατερίνα Καμπανέλλη διαπίστωσα ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο κείμενό του αυτό έχει λεπτομερείς οδηγίες για τηλεοπτικό γύρισμα και καταγράφει όλες του τις σκέψεις τόσο για το ’88 όσο και το 1945. Οπότε έχουμε τον πιο προσωπικό και αδημοσίευτο μονόλογο του γενάρχη του μεταπολεμικού θεάτρου, μαρτυρίες και σκέψεις του, ένα φοβερό ντοκουμέντο. Ένιωσα συγκίνηση όταν διαπίστωσα ότι ένα κεφάλαιο είχε τίτλο «Ο δρόμος με τα δέντρα» όπως ονομαζόταν ο χώρος όπου κάναμε τα πρώτα γυρίσματα. Η οπτικοποίηση όχι μόνο των τραγουδιών του Μίκη, αλλά και η ανάσταση της μνήμης του Καμπανέλλη, ήταν η τελική μας πρόταση. Πιστεύω ότι το έργο αυτό είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Κάναμε μία μεγάλου μήκους ταινία που περιέχει όλα αυτά τα στοιχεία. Είναι το νέο έργο του Μίκη Θεοδωράκη και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, οι οποίοι μιλάνε στο τώρα μέσω των τραγουδιών στον χώρο που έγιναν τα φρικτά εγκλήματα.
Πώς ήταν η εμπειρία των γυρισμάτων στο στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν;
Ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Τέσσερα άτομα ταξιδέψαμε στο Μαουτχάουζεν. Υπήρχε κάποια γραφειοκρατία, αλλά κύλησε καλά με τη συνεργασία της πρεσβείας της Ελλάδας στην Αυστρία και του Mauthausen Memorial, που διαχειρίζεται τον μνημειακό χώρο. Πήραμε άδειες και είχαμε την άδεια να τραγουδήσουμε ζωντανά την άρια με τον Άρη Ζέρβα στο μνημείο. Η ιστορικότητα των συναυλιών, το 1988 για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του στρατοπέδου της θηριωδίας, το 1995 για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση και το 2022, 77 χρόνια μετά, στη μνήμη όχι μόνο των θυμάτων αλλά και των δύο δημιουργών, μας γέμισε συγκίνηση. Θυμάμαι την πρώτη μέρα, όταν καταγράφαμε σκηνές σε διπλανό στρατόπεδο, ο εικονολήπτης μου είπε, «ανακατεύομαι».
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι μόνο ένας μεγάλος συνθέτης, είναι και ένα πρόσωπο-σύμβολο. Πώς τον προσεγγίσατε με την ταινία σας;
Eίναι παρών με το έργο του και το πνεύμα του. Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι απλώς ένας από τους κορυφαίους συνθέτες σε διεθνές επίπεδο, αλλά και ένας αγωνιστής της ειρήνης και μάλιστα έμπρακτος, όχι μόνο θεωρητικός. Έφηβος ακόμη είχε καταδικαστεί εις θάνατον από τους ναζί, γι’ αυτό ταυτίζεται με τα βιώματα του Καμπανέλλη. Τι τον έσωσε από την εκτέλεση; Είπε: «Είμαι συνθέτης, Komposist», στα γερμανικά, και αράδιασε ονόματα μεγάλων συνθετών όπως ο Μπετόβεν. Άκουσε τα ονόματα ο Γερμανός και υποχώρησε – ήταν λοιπόν η μουσική που τον έσωσε.
Η ταινία έχει προβληθεί στο εξωτερικό και έχει αποσπάσει διακρίσεις. Πώς αντιδρά το κοινό εκτός των ελληνικών συνόρων;
Τον ξέρουν παντού τον Μίκη, ιδίως λόγω του «Ζορμπά», έργο το οποίο το αντιμετωπίζουν σαν να είναι ο εθνικός μας ύμνος. Αντιλαμβάνονται ωστόσο έναν άλλο Μίκη, διονυσιακό, ένα διαφορετικό πρόσωπο του συνθέτη από αυτό που ξέρουμε εμείς εδώ.
Ποιες αξίες φιλοδοξείτε να περάσετε με την ταινία σας σε μια εποχή που οι ιστορικές μνήμες ενδέχεται να παραγκωνίζονται;
Γυρίσαμε την ταινία γιατί πιστεύω ότι η νέα γενιά πρέπει να μαθαίνει και το έργο των δύο αυτών μεγάλων δημιουργών, και την ιστορία αυτή. Να θυμηθούμε το «ποτέ πια». Χαίρομαι διπλά γιατί η προβολή εντάχθηκε στον φετινό εορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι εξαιρετική συγκυρία ότι η ταινία προβάλλεται στις 27 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, ημέρα που θα ήταν τα 90ά γενέθλια του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ενός σκηνοθέτη στενά συνδεδεμένου με τον Μίκη και με τη Θεσσαλονίκη, αφού υπήρξε πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Στην ταινία αναφέρονται μάλιστα σταθμοί ζωής του Καμπανέλλη, μεταξύ των οποίων και η βράβευσή του στη Θεσσαλονίκη στο Φεστιβάλ το 2004 και η προβολή τότε της ταινίας του «Το κανόνι και το αηδόνι» (1968).
Το trailer της ταινίας