Όπως έκανα και στα προηγούμενα ιστορικά μου σημειώματα στα «Μακεδονικά Νέα», κι εδώ θα επιχειρήσω να δώσω το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα το συγκεκριμένο επεισόδιο. Στη κεντρική πολιτικο-στρατιωτική σκηνή είχαμε τον διορισμό του Αλέξανδρου Παπάγου ως επικεφαλής του «αντισυμμοριακού αγώνα» με πρωτοφανείς εξουσίες, ενώ στα μέτωπα του Εμφυλίου κυριαρχούσε η κατάληψη του Καρπενησίου από τον ΔΣΕ (19-22 Ιανουαρίου 1949) και η αποτυχημένη επίθεση των ανταρτών στο Λεωνίδιο, στον νομό Αρκαδίας. Μια αποτυχία που συνοδεύτηκε και από την εξόντωση, από μια μονάδα των ΛΟΚ, την επομένη ημέρα, (21-22 Ιανουαρίου) στον Άγιο Βασίλειο του κύριου όγκου των δυνάμεων των ανταρτών, που πήραν μέρος στην επίθεση στο Λεωνίδιο. Ήδη είχε αρχίσει η πλήρης εκμηδένιση του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου που θα ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1949.
Στην Αθήνα οι διωκτικές αρχές συλλαμβάνουν τρία πρωτοκλασάτα στελέχη του ΚΚΕ τους πρώτους μήνες του 1949. Τον Μήτσο Παπαρήγα, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Βασίλη Μαρκεζίνη, επίσης μέλος της Κ.Ε. και τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ. του Κόμματος. Οι τρείς συλλήψεις φαίνεται πως συνδέονται μεταξύ τους. Μαρκεζίνης ( ξάδερφος του Σπύρου Μαρκεζίνη) και Αναστασιάδης εκτελούνται, ο Παπαρήγας αυτοκτονεί μέσα στην Ασφάλεια.
Ο ΔΣΕ αντιμετωπίζει το καθοριστικό πρόβλημα των εφεδρειών. Οι αποθήκες στην Αλβανία είναι γεμάτες από όπλα, όμως δεν υπάρχουν αντάρτες να τα χρησιμοποιήσουν. Συγχρόνως, οι δρόμοι ανεφοδιασμού από την Αλβανία δε φτάνουν στη Θεσσαλία και τη Στερεά, όπου ουσιαστικά πολεμούν αποκομμένοι οι αντάρτες. Αν σε αυτό το ζοφερό σκηνικό συνυπολογίσουμε και το κλείσιμο των συνόρων από τους Γιουγκοσλάβους του Τίτο -το λεγόμενο πισώπλατο κτύπημα- τότε γίνεται φανερό ότι η πορεία του Εμφυλίου είναι μη αναστρέψιμη. Το ζητούμενο πλέον είναι πότε θα ηττηθεί ο ΔΣΕ και ποια θα είναι η έκταση της ήττας του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είκοσι αντάρτες θέλουν να κτυπήσουν την Αμερικανική Γεωργική Σχολή για λόγους συμβολισμού και προπαγάνδας, αλλά και για λόγους ουσιαστικούς. Να στρατολογήσουν μαθητές της Σχολής για τις ανάγκες του αγώνα. Όλα όσα έγιναν γνωστά για αυτήν την παράτολμη, αλλά και απέλπιδα επιχείρηση, προέκυψαν από τις μαρτυρίες των μαθητών που κατόρθωσαν και δραπέτευσαν σχεδόν μέσα σε λίγες ώρες από τη στιγμή της απαγωγής τους. Αλλά ας δούμε τι έγινε εκείνο το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου 1949.
Οι αντάρτες είχαν κρυφτεί στα κοιμητήρια της Σχολής. Ευθύς ως έσβησαν τα φώτα και οι μαθητές αποσύρθηκαν στους κοιτώνες τους, τότε εισέβαλαν. Με δυνατές φωνές τους καλούσαν να παραταχθούν στον κεντρικό διάδρομο. Στην αρχή, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των μαθητών, νόμιζαν ότι επρόκειτο για μια φάρσα. ‘Όμως οι αντάρτες τους έδωσαν να καταλάβουν ότι επρόκειτο για κανονική στρατιωτική επιχείρηση. Έτσι, μέσα στη νύκτα, ξεκίνησε μια πορεία 37 νέων παιδιών και 4 καθηγητών τους. Σκοπός των ανταρτών ήταν να περάσουν στο «βουνό» και να ενταχθούν σε κάποια μονάδα του ΔΣΕ.
Η διεύθυνση της Σχολής ειδοποίησε το Γ΄Σ.Σ. και τη χωροφυλακή, συγκροτήθηκε ένα μικτό απόσπασμα και άρχισε η καταδίωξη. Μέσα στο σκοτάδι 25 μαθητές κατόρθωσαν και δραπέτευσαν μετά από λίγη ώρα. Οι αντάρτες και αυτοί ήταν εξαντλημένοι, η φρούρηση ήταν χαλαρή, ενώ ο φόβος του Στρατού και της χωροφυλακής ήταν πάντα υπαρκτός. Μέσα σε ένα μήνα διέφυγαν οι εναπομείναντες μαθητές και καθηγητές, πλην ενός, ο οποίος επέστρεψε στις 6 Απριλίου. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα γινόταν συμπλοκές μεταξύ του αποσπάσματος των ανταρτών και του Στρατού, με εκατέρωθεν μικρές απώλειες.
‘Όπως ήταν φυσικό οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης έδωσαν έκταση στο γεγονός, τονίζοντας πως ο κομμουνιστικός κίνδυνος παρέμενε υπαρκτός. Τελικά, όλη αυτή η επιχείρηση ήταν μια ακόμα απονενοημένη ενέργεια απελπισμένων ανθρώπων—όπως η αεροπειρατεία που περιέγραψα στο προηγούμενο σημείωμα μου—η οποία δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Δεν έγιναν γνωστά ούτε τα ονόματα των ανταρτών ούτε έγινε γνωστή η τύχη τους.